Πηγή: Πειραιόραμα
Από τις εορτές των λεγόμενων Νικολοβάρβαρων και μετά, ξεκινούσε στον Πειραιά ένα υπαίθριο πανηγύρι. Είχε να κάνει με τον στολισμό της πόλης, με την δημοτική αγορά και τον οργασμό που επικρατούσε την περίοδο εκείνη, αλλά και τις διαδοχικές εορτές, που λίγο-πολύ ήταν σχετικές με τους Πειραιώτες και τον ίδιο τον Πειραιά.
Την εκκίνηση έδινε στις 6 Δεκεμβρίου η γιορτή του θαλασσινού Αγίου Νικολάου, του προστάτη των ναυτικών.
Η περιφορά της εικόνας του από τον φερώνυμο ναό, αποτελούσε την ουσιαστική έναρξη της εορταστικής περιόδου, καθώς κάποτε η πλειοψηφία των Πειραιωτών ήταν ναυτικοί ή ζούσαν από την λειτουργία του λιμανιού.
Ακολουθούσε η εορτή του πολιούχου του Πειραιά, Αγίου Σπυρίδωνα με άλλη περιφορά εικόνας, η παραμονή των Χριστουγέννων, τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, η γιορτή του Αγίου Βασιλείου και τα Θεοφάνια.
Πραγματικός εορταστικός πυρετός, στον Πειραιά. Τότε που δεν υπήρχαν τα μεγάφωνα να παίζουν κατά μήκος των δρόμων χριστουγεννιάτικα, κυριαρχούσε ο ήχος της ροκάνας και της φυσαρμόνικας.
Το εορταστικό σύνθημα έδινε ο ήχος της καμπάνας πότε του Αγίου Νικολάου, πότε του Αγίου Σπυρίδωνος και πότε του Αγίου Βασιλείου ανάλογα με το ποιος γιόρταζε.
Ακόμα και τα τραμ, εκείνες τις μέρες, χτυπούσαν αδιάκοπα το καμπανάκι τους για να περάσουν στην ακτή του πειραϊκού λιμένα, ανάμεσα στα πλήθη του κόσμου που κατέβαιναν στην αγορά.
Στα παιδιά αρκούσε η αγορά ακόμα και ενός μπαλονιού για να χαρούν. Στη Βασιλέως Γεωργίου Α’, ήταν έθιμο την περίοδο των εορτών, να εμφανίζονται μικρέμποροι που τοποθετούσαν από το πρωί καρότσια στα οποία πωλούσαν τους περιζήτητους μπουναμάδες.
Ολάκερη ανθρωποθάλασσα κατέκλυζε την λεωφόρο για να χαζέψει και μόνο τους μπουναμάδες, φθηνά αλλά χειροποίητα ξύλινα παιχνίδια. Πραγματικός θησαυρός απλωμένος πάνω στην τάβλα της καρότσας.
Ξύλινα αεροπλανάκια, στρατιωτάκια, χριστουγεννιάτικα στολίδια, ροκάνες, σβούρες και πολλά άλλα καλούδια, δημιουργίες φτιαγμένες με πραγματικό μεράκι.
Γύρω από το καρότσι οι πιτσιρικάδες με γουρλωμένα μάτια, παρακολουθούσαν μαγεμένοι το χέρι του πατέρα τους, ποιο παιχνίδι θα πιάσει. Γιατί και ο ίδιος ο όρος του «μπουναμά», από το χέρι, αντλεί τη γέννησή του.
Ο μποναμάς (στα ιταλικά bona mano, δηλαδή καλό χέρι) μεταφέρθηκε στην ελληνική πραγματικότητα ως το χέρι του γονιού που αγόραζε το μικρό παιχνίδι του καροτσιού.
Αυτό θα ήταν και ο δικός τους πρωτοχρονιάτικος μπουναμάς. Ήταν το δώρο που φανερά λάμβανε κάθε παιδί στις γιορτές.
Το άλλο ήταν εκείνο που ο Άγιος Βασίλης τοποθετούσε την παραμονή των Χριστουγέννων στο δένδρο (ή στο καραβάκι παλαιότερα) ή έβαζε μέσα στην κρεμασμένη χριστουγεννιάτικη κάλτσα.
Εκείνο το δώρο ήταν η έκπληξη του Άγιου Βασίλη. Άρα, αφού το πρώτο το μεγάλο των Χριστουγέννων ήταν του Αγίου, τα παιδιά ήθελαν και το δώρο των γονιών. Κι αυτό ήταν ο μπουναμάς.
Πώς να εξηγούσαν οι κακόμοιροι οι γονείς ότι και το άλλο δικό τους ήταν, επίσης!
Έτσι, προκειμένου να μη χαλάσουν τη μαγεία των παιδιών, οι γονείς αγόραζαν ως μπουναμά κάτι φτηνό, καταφεύγοντας στα υπαίθρια καρότσια της Λεωφόρου Γεωργίου.
Και το προσέφεραν ως πρωτοχρονιάτικο δώρο, αφού το Χριστουγεννιάτικο είχε ήδη καλυφθεί.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 που οι μπουναμάδες είχαν την τιμητική τους, ξυλοπαίχνιδα άρχισαν να κατασκευάζουν και οι μαθητές ορισμένων νυχτερινών και τεχνικών-επαγγελματικών σχολών.
Τα ξύλινα χριστουγεννιάτικα καραβάκια που περιέφεραν τότε όλοι οι πιτσιρικάδες από σπίτι σε σπίτι στα κάλαντα, ήταν δημιουργήματα των παιδιών της Παπαστράτειας σχολής, ενώ τα κορίτσια της Επαγγελματικής έφτιαχναν κεντήματα, κεριά και χειροποίητα στεφάνια.
Τα ξύλινα καρότσια της Λεωφόρου Γεωργίου, τα καρότσια των μπουναμάδων ήταν στην ουσία οι πρόγονοι των σημερινών εορταστικών δωροεκθέσεων.