Ο «ματωμένος» Σαμ Πέκινπα χάραξε ένα μονοπάτι βίας και μισογυνισμού στον αμερικανικό κινηματογράφο των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Η ρεαλιστικότητα των σκηνών δράσης και βίας, καθώς και η επαναπροσέγγιση του γουέστερν αποτέλεσαν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της σκηνοθετικής του πορείας.
Ο Ντέιβιντ Σάμιουελ Πέκινπα γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1925 και μεγάλωσε στο Φρέσνο της Καλιφόρνιας. Ήταν ο δεύτερος γιος μια ευυπόληπτης οικογένειας. Η μητέρα του απείχε από το αλκοόλ και ήταν πιστή χριστιανή, ενώ ο πατέρας του ήταν δικαστής.
Ο ατίθασος σκηνοθέτης
Ο Πέκινπα έζησε μια ατίθαση παιδική ηλικία και στην εφηβεία, το αντάρτικο πνεύμα του δημιούργησε προβλήματα. Αδιάφορος ως μαθητής, ο Πέκινπα προτιμούσε τη σκοποβολή με τους φίλους του παρά να πηγαίνει στο σχολείο. Διαρκώς έμπλεκε σε καβγάδες και οι γονείς του, στα δεκαεπτά του, τον έστειλαν σε στρατιωτική σχολή. Η πειθαρχία όμως δεν είχε αποτελέσματα.
Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως πεζοναύτης, χωρίς ποτέ να συμμετάσχει σε μάχη. Η δημιουργικότητά του βρήκε διέξοδο όταν γράφτηκε στο Κρατικό Κολέγιο του Φρέσνο κι έκανε θεατρικές σπουδές. Το 1952 έπιασε δουλειά ως τεχνικός σκηνικών σε ένα τηλεοπτικό σταθμό του Λος Άντζελες, αλλά απολύθηκε επειδή δεν φορούσε κοστούμι.
Στη συνέχεια υπήρξε για χρόνια βοηθός του σκηνοθέτη Ντον Σίγκελ.
Το 1961 ο Πέκινπα γύρισε την πρώτη του ταινία, το γουέστερν «Εχθροί μέχρι θανάτου». Από τις πρώτες του μέρες στο Χόλιγουντ είχε ήδη γίνει γνωστός ως εκκεντρική ιδιοφυΐα, δύσκολος στη συνεργασία, με αδυναμία στα όπλα, το καλό ποτό και το εύκολο σεξ. Είχε τρεις συζύγους, εκ των οποίων τη μία τη χώρισε τρεις φορές.
«Απολαμβάνω τη ζωή μου», είπε κάποτε. «Μου αρέσουν το καλό ποτό, το καλό φαΐ, τα άνετα ρούχα και οι νόστιμες γυναίκες».
Όσο το άστρο του μεσουρανούσε, απολάμβανε τα πάντα, μεταξύ των οποίων και αυξανόμενες ποσότητες ναρκωτικών. Μανιώδης με τα χάπια και την κοκαΐνη, ο Πέκινπα κατέβαζε τα παντελόνια του μέσα στον δρόμο για να κάνει ένεση βιταμίνης Β12.
Η «Άγρια Συμμορία», το 1969, επαναπροσδιόρισε το γουέστερν. Η χορογραφική αναπαράσταση της βίας υπήρξε ορόσημο στην ανατροπή των παλιών κωδίκων ως προς το τι μπορούσε να παρουσιαστεί στην οθόνη.
Τα «Αδέσποτα σκυλιά» εξόργισαν τις φεμινίστριες, δείχνοντας μια γυναίκα που φαινόταν να απολαμβάνει τον βιασμό της, ενώ η «Μεγάλη μονομαχία» και το «Φέρτε μου το κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία» δίχασαν τους κριτικούς και απέκτησαν φανατικούς θαυμαστές.
Στις συνεντεύξεις του, ο Πέκινπα μιλούσε για την καθαρτική δύναμη της βίας και την ανδρική κυριαρχία.
Εθισμός στην κοκαΐνη και μισογυνισμός
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, το πάθος του Πέκινπα για την κοκαΐνη τον οδήγησε στην τρέλα. Τηλεφωνούσε σε φίλους, ανά πάσα στιγμή και τους έλεγε τις παρανοϊκές του φαντασιώσεις.
Κάποτε πείστηκε ότι ο Στιβ Μακ Κουίν σχεδίαζε να τον σκοτώσει. Άλλοτε υποψιαζόταν συνωμοσίες της εφορίας και της μεξικανικής κυβέρνησης.
Όταν γύριζε το «Κονβόι» το 1976, ένας φίλος τον βρήκε κρυμμένο στο τροχόσπιτο του με μια κατσίκα και ένα περίστροφο να κάνει ενέσεις βιταμίνης Β12.
Η εμμονή του με την κοκαΐνη δεν είχε όρια. Το 1978 σκέφτηκε να γυρίσει μια ταινία για τους μεγαλέμπορους ναρκωτικών, κυρίως για να μπορέσει να πάει στην Κολομβία και να «σνιφάρει» με την ψυχή του. Τελικά βρέθηκε σε κατ΄οίκον περιορισμό από τις αρχές της Μπογκοτά.
Πεπεισμένος ότι του είχαν βάλει κοριούς στο τηλέφωνο και ότι τον παρακολουθούσαν εξωγήινοι, ο Πέκινπα άρχισε να κοιμάται με ένα γεμάτο όπλο στο κρεβάτι και με την κάννη να σημαδεύει το κεφάλι του.
Έπιασε πάτο το 1979, όταν έπαθε μια τρομερή καρδιακή κρίση. Οι όποιες ελπίδες ότι αυτό θα του γινόταν μάθημα, διαψεύστηκαν.
Μετά την σκηνή των «Αδέσποτων σκυλιών» που προκάλεσε αντιδράσεις, ο Πέκινπα δεν έδωσε καμία σημασία και συνέχισε να είναι προκλητικός.
«Αγνοώ το κίνημα γα την απελευθέρωση των γυναικών» είπε κάποτε ο σκηνοθέτης, χωρίς να εκπλήσσει όσους είχαν δει τις ταινίες του.
Οι γυναίκες παρουσιάζονταν πάντα με τον πιο υποτιμητικό και μονόπλευρο τρόπο. Αν και έλεγε ότι προτιμούσε τους «ιδανικούς γάμους», δεν ήταν και τόσο αισιόδοξος για τις προοπτικές μιας τέτοιας ένωσης. Ο ίδιος προτιμούσε το ανώνυμο σεξ με θαυμάστριες.
Η τελευταία δεκαετία του Πέκινπα ήταν βυθισμένη σε μια ομίχλη αλκοόλ και κοκαΐνης
Ο Σαμ μισούσε τους παραγωγούς, τους οποίους θεωρούσε διαχειριστές που ενδιαφέρονταν μόνο για τα δικά τους προνόμια και όχι για την ελεύθερη δημιουργική έκφραση του σκηνοθέτη.
Παραλίγο να σκηνοθετήσει το «Σέρπικο», αλλά αντιπαθούσε τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος ήταν τότε υποψήφιος για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Οι τελευταίες ταινίες του, «Η αριστοκρατία του εγκλήματος», «Ο σιδηρούς σταυρός», «Κονβόι: Άγρια σύγκρουση» και «Όστερμαν, το 48ωρο των κατασκόπων», έμοιαζαν πρόχειρες και συγκεχυμένες σε σχέση με τα παλιότερα έργα του. Τις είχε σκηνοθετήσει σε μεγάλο βαθμό, μαστουρωμένος.
Το 1984 έφτασε στο ναδίρ γυρίζοντας δύο βίντεο κλιπ για τον γιο του Τζον Λένον, Τζούλιαν, μια δουλειά που είχε απορρίψει ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Όλντμαν. Ο Πέκινπα πληρώθηκε 100.000 δολάρια.
Ήταν απελπισμένος για λεφτά. Τα συμβατικά κλιπάκια για το «Valotte» και το «Too Late for Goodbyes» βοήθησαν τη σύντομη καριέρα του νεαρού Λένον, αλλά όχι εκείνη του Πέκινπα.
Λίγο πριν πεθάνει, στις 28 Δεκεμβρίου 1984 εξαιτίας επιπλοκών από ένα θρόμβο στον πνεύμονα, ο Πέκινπα είπε με πικρία στη γυναίκα του: «Η τελευταία μου ταινία διαρκεί μόλις δύο λεπτά».
Πηγή: Η μυστική ζωή των μεγάλων σκηνοθετών, του Robert Schnakenberg, εκδόσεις Αιώρα.