Ο Σίξτο Ροντρίγκεζ δούλευε σε οικοδομή στο Ντιτρόιτ όταν το 1998 ανακάλυψαν τα ίχνη του δύο Νοτιοαφρικανοί θαυμαστές του. Μία τουρίστρια τη δεκαετία του 1970 είχε μεταφέρει στη Νότια Αφρική μερικούς δίσκους του εναλλακτικού μουσικού. Αμέσως, οι λευκοί που ήταν αντίθετοι στην πολιτική του Απαρτχάιντ βρήκαν το μέσο έκφρασης κατά του φυλετικού διαχωρισμού.
Μια σύντομη μουσική καριέρα
Ο Σίξτο Ντίαζ Ροντρίγκεζ γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1942 στο Ντιτρόιτ των Ηνωμένων Πολιτειών από Μεξικανούς γονείς.
Το έκτο παιδί της οικογένειας (εξού και το όνομα Σίξτο), μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η εργατική τάξη και οι μετανάστες καταπιέζονταν και περιθωριοποιούνταν.
Το πρωί δούλευε σε οικοδομές και το βράδυ εμφανιζόταν σε μαγαζιά-καταγώγια για να κερδίσει επιπλέον χρήματα.
Ένα από τα πολλά βράδια που έπαιζε με την κιθάρα του, τον ανακάλυψε η δισκογραφική εταιρεία «Sussex Records», με την οποία υπέγραψε συμβόλαιο.
Το 1969 και το 1971 κυκλοφόρησε τους δίσκους «Cold Fact» και «Coming from Reality», αντίστοιχα.
Το αμερικανικό κοινό δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα με την ήρεμη και ψυχεδελική μουσική του και όταν η δισκογραφική εταιρεία χρεοκόπησε το 1975, ο Ροντρίγκεζ αποσύρθηκε από τα φώτα της μουσικής βιομηχανίας και συνέχισε τη ζωή του κανονικά.
Αγόρασε ένα σπίτι που είχε βγει στον πλειστηριασμό έναντι 50 δολαρίων, παντρεύτηκε, απέκτησε τρεις κόρες και συνέχισε να κάνει χειρωνακτικές εργασίες κερδίζοντας ένα αξιοπρεπές εισόδημα.
Πήρε πτυχίο Φιλοσοφίας και παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική, υπερασπιζόμενος τα δικαιώματα των εργατών και προσπαθώντας να βελτιώσει την εικόνα της πόλης του.
Αποτυχημένα βέβαια, καθώς όταν έβαλε υποψηφιότητα για το αξίωμα του Δημάρχου, το όνομά του γράφτηκε λάθος στο ψηφοδέλτιο και κανείς δεν τον υποστήριξε.
Οι στίχοι του Ροντρίγκεζ συνθήματα για τους υποστηρικτές του αντι-Απαρτχάιντ
Το 1948 το Εθνικό Κόμμα της Νότιας Αφρικής εφήρμοσε ως επίσημη κρατική πολιτική το Απαρτχάιντ. Η πολιτική των αποικιοκρατών επέβαλλε τη διάκριση των ανθρώπινων ομάδων βάσει φυλετικών κριτηρίων σε καθορισμένες γεωγραφικές περιοχές.
Μέρος του λευκού πληθυσμού εναντιώθηκε στον άδικο και ρατσιστικό διαχωρισμό που συνέχισε να ισχύει έως και το 1991.
Το 1974 μια αμερικανίδα τουρίστρια επισκέφτηκε τη Νότια Αφρική.
Για καλή της τύχη, είχε μαζί της και κάποιους δίσκους του Ροντρίγκεζ. Η μουσική του διαδόθηκε από «χέρι σε χέρι» και σύντομα ο Σίξτο είχε γίνει ένα είδωλο για τους πολέμιους του Απαρτχάιντ.
Οι στίχοι των τραγουδιών του ήταν αιχμηροί, αλλά μετρημένοι. Κριτίκαρε το κοινωνικό σύστημα που γεννούσε την ανεργία, τη φτώχεια, τις διακρίσεις και την καταπίεση χωρίς ποτέ να γίνει φορτικός.
Παράλληλα, η μουσική του με εμφανείς επιρροές από τον Μπομπ Ντίλαν και στοιχεία ψυχεδελικής, φολκ και ροκ ήχου υπήρξε το κατάλληλο «όχημα» για τους Νοτιαφρικανούς που αγωνίζονταν για ίσα ανθρώπινα δικαιώματα και ισάξια μεταχείριση έναντι του νόμου σε μια εποχή που ο κοινωνικός αναβρασμός ήταν έντονος.
Οι δίσκοι του Ροντρίκγες έγιναν πλατινένιοι και τα επόμενα χρόνια πουλούσαν σαν τρελοί στην αφρικανική χώρα, ξεπερνώντας τον αριθμό πωλήσεων που είχε πετύχει ο Έλβις Πρίσλεϊ!
Αναζήτηση του μουσικού ινδάλματος
Για τα επόμενα 25 χρόνια η μουσική του Σίξτο μεγάλωσε ολόκληρες γενιές που ζούσαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Η επιτυχία που σημείωσαν τα άλμπουμ του αμερικανού τραγουδοποιού στη Νότια Αφρική ήταν και ο λόγος που δύο θαυμαστές του αποφάσισαν να τον αναζητήσουν στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Τον καιρό που ο Ροντρίγκεζ αποσύρθηκε από τη μουσική βιομηχανία εξαπλώθηκε μια φήμη ότι αυτοκτόνησε. Οι επικρατέστερες εκδοχές ήταν αυτοκτονία επί σκηνής ή αυτοπυρπολισμός.
Οι δύο φανατικοί οπαδοί ήταν πεπεισμένοι ότι ο Ροντρίγκες είχε πεθάνει, αλλά προτίμησαν να μάθουν όπως και να έχει την ιστορία του ινδάλματός τους.
Προς μεγάλη τους έκπληξη οι “Stephen ‘Sugar’ Segerman” και “Craig Bartholomew Strydom” , ανακάλυψαν το 1998 ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ο Σίξτο ήταν ζωντανός και ζούσε στο Ντιτρόιτ.
Έκπληκτη ένιωσε και η μεγαλύτερη κόρη του μουσικού όταν τυχαία είδε μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στον πατέρα της.
Κανείς δεν είχε ιδέα τι χαμός είχε συμβεί στη Ν. Αφρική, αφού ο μουσικός δεν είχε τα πνευματικά δικαιώματα των δίσκων του.
Τελικά, οι δύο θαυμαστές του ταξίδεψαν στην Αμερική, ζητώντας από τον αγαπημένο τους καλλιτέχνη να εμφανιστεί ζωντανά στη Νότια Αφρική.
Ο Ροντρίγκες αρχικά δίστασε, αλλά έπειτα από προτροπή της οικογένειας και των συναδέλφων του στην οικοδομή, δέχτηκε.
Και οι έξι συναυλίες του εξάντλησαν τα εισιτήρια ενώ εξίσου μεγάλη απήχηση είχαν και οι εμφανίσεις του σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία.
Το τραγούδι «Sugar Man» είναι ίσως το πιο γνωστό του Σίξτο και έγινε και τίτλος του ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε το 2012:
«Searching for Sugar Man»
Η καριέρα του απογειώθηκε μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ «Searching for Sugar Man», που δημιουργήθηκε από τους δύο θαυμαστές του και κέρδισε μεταξύ άλλων το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ για το 2013. Τραγική ειρωνεία είναι το γεγονός ότι ένας εκ των δύο δημιουργών του ντοκιμαντέρ, ο “ Craig Bartholomew Strydom”, λίγο καιρό αργότερα, αυτοκτόνησε στο μετρό της Στοκχόλμης.
Οι προτάσεις για τον Ροντρίγκες έπεφταν βροχή, όπως και οι δημόσιες εμφανίσεις και συνεργασίες.
Ο Σίξτο με τη σειρά του πραγματοποίησε επιλεκτικές εμφανίσεις και συνέχισε να εργάζεται στην οικοδομή.
Τα χρήματα και η δόξα δεν τον άλλαξαν σαν άνθρωπο. Ό,τι παραπάνω κέρδιζε από τις δημόσιες εμφανίσεις, τα μοίραζε στην οικογένεια και στους φίλους και τα υπόλοιπά τα δώριζε σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
«Ζει σαν Σπαρτιάτης», ανέφερε η κόρη του, Ρίγκαν. «Δεν έχει αμάξι, υπολογιστή ούτε τηλεόραση. Μια φορά μου είπε ότι υπάρχουν τρεις βασικές ανάγκες: φαγητό, ρουχισμός και ένα σπίτι. Αυτή είναι η νοοτροπία του. Ευχαριστιέται όταν έχει τη δυνατότητα να δίνει πράγματα, κυρίως σε άτομα που τον υποστήριξαν πριν γίνει διάσημος. Παρόλα αυτά, εύχομαι να ξόδευε περισσότερα χρήματα για τον εαυτό του».
Ο Σίξτο Ροντρίγκεζ στα 75 του παραμένει πολυάσχολος. Πάσχει από γλαύκωμα το οποίο εν τέλει θα τον αφήσει τυφλό, αλλά όσο μπορεί συνεχίζει να παίζει μουσική.
Είναι χωρισμένος και μένει στο ίδιο σπίτι στο Ντιντρόιτ, αγωνιζόμενος ακόμη για τα δικαιώματα των αδύναμων και περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων.