Απόσπασμα από το βιβλίο: «Σπεράντζα Βρανά-Τολμώ»:
Μετροπόλιταν 1948. Θα θυμάμαι πάντα αυτή την πρώτη μέρα στην πρόβα. Φορούσαν ένα φορεματάκι εμπριμέ με βολάν σαν τσιγγάνικο, τα μαλλιά μου ήταν μακριά και ακατάστατα ως συνήθως και είχα δύο κρίκους στ’ αυτιά, ήταν της μόδας τότε. Μπήκα μέσα στο φουαγιέ. Ο θίασος ήταν όλος εκεί κι η πρόβα είχε αρχίσει.

Πήγα πολύ διακριτικά και κάθισα σε μιαν άκρη μόνη μου. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία απ’ την αρχή. Σιγά-σιγά όμως γύριζαν και με κοιτάγανε ένας ένας και σιγοψυθιρίζανε. Κατάλαβα με κουτσομπολεύανε για τους κρίκους, ίσως γενικά για το σουλούπι μου, ποιος ξέρει; Γεγονός είναι ότι ένιωθα πολύ άσχημα. Έκανα την αδιάφορη κι αφοσιώθηκα να παρακολουθώ την πρόβα. Περνούσαν το φινάλε, το θέμα του ήταν τα παλιά τραγούδια.

Μακρής και Σπεράντζα Βρανά

Στη μέση ήταν ένα τραπεζάκι και καθότανε ο Σακελλάριος με το κείμενο ανοιχτό μπροστά του. Υπέβαλλε και σκηνοθετούσε. Δίπλα του καθόταν ο Χρίστος Γιαννακόπουλος, αμίλητος, και παρακολουθούσε. Όρθιος μπροστά στο τραπέζι ήταν ο Ορέστης Μακρής, ο οποίος  κρατούσε τον κεντρικό ρόλο του φινάλε.
Το θέμα λοιπόν, όπως είπαμε, ήταν παλιά τραγούδια. Ο Σακελλάριος εξήγησε ότι το σκηνικό παρουσίαζε ένα κατάστημα δίσκων και ο καταστηματάρχης ήταν ο Μακρής, που πουλούσε τους δίσκους κι έβγαιναν ένα ένα τα τραγούδια επί σκηνής. Δεν ξέρω πόσα τραγούδια είχαν προηγηθεί από τη στιγμή που πήγα εγώ. Όμως, ήταν η σειρά του «Αχ Μαρί». Δοκιμάσανε στην αρχή την Άννα τη Φιλίδου, μια πολύ ωραία κοπέλα μελαχρινή, με φωνή πριμαντόνας. Της υπέβαλλε το κείμενο ο Σακελλάριος, αλλά μετά από δύο τρεις σειρές που είπε τη σταματήσανε, δεν τους έκανε. Φωνάξανε την Ειρήνη Παπά.

Ξανά υπέβαλε ο Σακελλάριος κι άρχισε η Ειρήνη να λέει με τη βαριά κοντράλτα φωνή της- «Απ’το φούρνο του μπαμπά μου», την έκοψε ο Σακελλάριος:
-Ειρήνη μου, λίγο πιο μάγκικα πέστο, είναι ο ωραιότερος ρόλος του φινάλε, της είπε. Και της το δίδαξε πώς έπρεπε να το πει. Η Ειρήνη προσπάθησε και ξαναπροσπάθησε κι ο Αλέκος έμενε πολύ πάνω από την Ειρήνη, φαίνεται πως ήταν η τελευταία που δοκιμάζανε πάνω σ’αυτόν τον ρόλο που παλαιότερα τον είχε κάνει η Ζαζά Μπριλάντη και θέλανε να είναι δυνατή η «Μαρί» τους.

Όπως λοιπόν προσπαθούσαν να φτιάξουν Μαρί την Ειρήνη, ο Χρήστος ο Γιαννακόπουλος, που δεν του άρεσε καθόλου, κουνιόταν διαρκώς στην καρέκλα του. Για μια στιγμή με πήρε το μάτι του, όπως καθόμουν στη γωνίτσα και του ‘πε κάτι στ’ αυτί. Ο Σακελλάριος διέκοψε την πρόβα, γύρισε και μου έγνεψε. Κόπηκαν τα γόνατά μου. Έλα εδώ παιδί μου εσύ, μου είπε και γυρνώντας στην Παπά της είπε: «κάθισε, Ειρήνη μου».

Ο Μακρής έκανε μια κίνηση απελπισίας. Εγώ κάποτε αποφάσισα να σηκωθώ και σαν αυτόματο πλησιάσα με την τσάντα στο χέρι, δεν έλεγα να την αφήσω. Στάθηκα μουδιασμένη μπροστά στο τραπέζι και δίπλα στον Μακρή, ο οποίος που ‘ριξε μια καθόλου κολακευτική ματιά.

Ειρήνη Παππά

Α! Κατάπια για καλά τη γλώσσα μου. Ένιωθα τα μάτια όλου του θιάσου να με κοιτάνε καλά και μάλλον κοροϊδευτικά, φανταζόμουνα. Ο Σακελλάριος με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, αλλά με πολλή καλοσύνη, και μου ‘πε: -Άφησε την τσάντα σου, παιδί μου. Την άφησα κάτω και τον κοίταξα σαν μαγνητισμένη-
-Θα λες ότι λέω, και όπως το λέω, μου είπε.
-Μάλιστα, ψιθύρισα με το στόμα στεγνό. Λοιπόν,

Απ΄το φούρνο του μπαμπά μου
που γεννήθηκα μια μέρα
την περνάγανε γενναία
και κρατάμε τα πρωτεία
μεσ’την αριστοκρατία
που ξεφύτρωσε τη νέα.

Τον άφησα να το πει όλο μέχρι εκεί. Απ΄τις άλλες που κάνανε πρόβα, είδα ότι ο ρόλος ήταν μάγκικος. Και δε μ’ άρεσε καθόλου για μένα κάτι τέτοιο. Κι ο Σακελλάριος, καθώς έλεγε το κείμενο, το χρωμάτιζε όσο πιο βαριά μάγκικα μπορούσε. Όσο διάβαζε προσπαθούσα να συνέλθω και να βρω όσο μπορούσα τις δυνάμεις μου. Να μην σκέφτομαι τα βλέμματα που με κοιτούσαν. Ξεροκατάπινα και τα μάτια μου πέσαν στον Γιαννακόπουλο με κοίταζε πολύ ενθαρρυντικά, πήρα κουράγιο, σκέφτηκα τώρα θα σας δείξω εγώ που με κοιτάτε έτσι.


Ο Σακελλάριος είχε τελειώσει και μου ‘λεγε, έλα παιδί μου, μη φοβάσαι.
-Απ΄τον φούρνο του μπαμπά μου. Τον έκοψα.
-Είναι μάγκικο, ρώτησα ηλίθια, αλλά για να σαλιώσω το στόμα μου.
-Ναι, και δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Πήρα βαθιά ανάσα θυμήθηκαν τη Φωφώ Λουκά και την Ηλέκτρα κι άρχισα όσο πιο μάγκικα μπορούσα.
«Απ΄τον φούρνο του μπαμπά μου»… και το πα όλο μονορούφι. Απ’τις πολλές φορές που το χα ακούσει το ‘χα μάθει απ’ έξω… «που ξεφύτρωσε τη νέα»… δύο χέρια μ’ αγκαλιάσανε.
-Επιτέλους, άκουσα. Ήταν ο Μακρής. Ζαλίστηκα. Κάποιος έλεγε, παιδιά προχωράμε την πρόβα, η Μαρί βρέθηκε.

Πηγή: «Σπεράντζα Βρανά-Τολμώ», εκδόσεις Εξάντας

 Διαβάστε επίσης: «Μου είχε καταματώσει τα χέρια με τα νύχια της και το πρόσωπό μου ήταν στα μαύρα χάλια». Γιατί η Σοφία Βέμπο ξυλοκόπησε τη Σπεράντζα Βρανά μετά το τέλος μιας παράστασης. Η δημόσια συγγνώμη 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here