«Εγώ όταν βγαίνω έξω, όταν κάνω μια ξένη ταινία, φορτώνω και την κληρονομιά την ελληνική. Λέω να δείξω ότι η Ελλάδα είναι Ελλάδα. Ότι είμαστε κράτος τρομερό, μεγάλο», είχε πει σε συνέντευξή του ο Μιχάλης Γιαννάτος, ο Έλληνας ηθοποιός που συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του Χόλιγουντ.
Ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του ’60 σε ταινία με την Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Φούντα. Στην εφηβεία του είχε παίξει σε θεατρικό στο πλευρό του Μάνου Κατράκη.
Γεννήθηκε το 1941 στην Κωνσταντινούπολη, την ωραιότερη πόλη του κόσμου, όπως ανέφερε συχνά.
Το 1964 απελάθηκε στην Ελλάδα και ξεκίνησε θεατρικές σπουδές στη σχολή του Ντίνου Δημόπουλου.
Το 1969 έπαιξε στο πλευρό του Θανάση Βέγγου, τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα και μαζί του πραγματοποίησε το 1973 το «καλύτερο ταξίδι της ζωής» του. Πραγματοποίησαν περιοδεία στη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Όπως είχε αναφέρει: «Εκεί νιώθαμε το περίεργο αίσθημα ότι βρισκόμασταν στην άκρη του κόσμου. Ένιωθες ένα αόρατο τείχος».
Τη δεκαετία του ’70 πήρε μέρος σε ξένες παραγωγές και μέχρι το τέλος της καριέρας του συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Άντονι Κουίν, Τζον Χερτ, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Πενέλοπε Κρούζ, Κρίστιαν Μπέιλ, Έρικ Μπάνα και Ντάνιελ Κρεγκ.
Ποτέ δεν είχε τρακ και δεν ένιωθε μειονεκτικά δίπλα τους, πάντα πρόσεχε να δείχνει μια καλή εικόνα, καθώς ένιωθε ότι εκπροσωπούσε την Ελλάδα.
Μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της καριέρας του ήταν όταν συμφώνησε με τον Άλαν Πάρκερ για την ταινία «Εξπρές του Μεσονυκτίου», το 1978.
Ο Γιαννάτος είχε τον ρόλο του δικαστικού μεταφραστή και ήταν από το πρωί μέχρι το βράδυ στα γυρίσματα που πραγματοποιήθηκαν στη Μάλτα.
Τότε, του έγινε πρόταση να μείνει στο εξωτερικό αλλά προτίμησε να επιστρέψει στην Ελλάδα, επειδή η μητέρα του ήταν άρρωστη.
Υποδύθηκε τον Κοκολιό στην ταινία το «Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» και το 2006 πήρε τον ρόλο του αχθοφόρου Αριστείδη, στο πολιτικό θρίλερ του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Μόναχο».
Πρώτη φορά συναντήθηκαν στα γυρίσματα στη Μάλτα και όπως του είχε πει η ενδυματολόγος της ταινίας ο Σπίλμπεργκ τον εκτιμούσε πολύ.
Στο τέλος υπήρχε μια σκηνή όπου σκοτώνεται ένας Παλαιστίνιος πράκτορας και σύμφωνα με το σενάριο έπρεπε να φτύσει τα χρήματα.
Ο Γιαννάτος είπε στον Σπίλμπεργκ ότι στην Ελλάδα δεν θα αντιδρούσαμε έτσι αλλά θα μουντζώναμε και θα λέγαμε «χώστα στον κώλο σου, ρε μαλάκα». Ο Σπίλμπεργκ του είπε: « Μάικ, εντάξει, κάνε το. Οτιδήποτε νομίζεις ό,τι είναι ελληνικό κάνε το. Εσύ είσαι η ελληνική πλευρά μου τώρα».
Ήταν ο αγαπημένος του σκηνοθέτης, γιατί πάντα είχε ως κέντρο στις ιστορίες του τον άνθρωπο.
Συμμετείχε συνολικά σε 27 ξένες ταινίες, στις οποίες οι παραγωγοί φρόντιζαν πάντα να ταξιδεύει στην πρώτη θέση του αεροπλάνου και να κοιμάται, όπως το υπόλοιπο καστ, σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων.
Ο Γιαννάτος συνεργαζόταν με τον Έλληνα casting director Μάκη Γαζή, ο οποίος τον πρότεινε όποτε οι ξένοι ζητούσαν Έλληνες ηθοποιούς, καθώς εκτός από πλούσιο υποκριτικό ταλέντο, μιλούσε πέντε γλώσσες.
«Μιλώ πέντε γλώσσες. Ελληνικά, τουρκικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά. Και όχι απλώς τα μιλώ, μπορώ να παίξω μιλώντας όλες αυτές τις γλώσσες».
Έπαιξε στην «Πολίτικη Κουζίνα» και είχε τον ρόλο του σερβιτόρου στη βρετανική τηλεοπτική ταινία «My Family and Other Animals».
Στα 50 χρόνια που διήρκεσε η καριέρα του, συμμετείχε σε περισσότερες από 100 ξένες ταινίες και δεκάδες τηλεοπτικές σειρές.
Έπαιξε σε όλες τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Παρόλο που συχνά αναλάμβανε δεύτερους ρόλους κατάφερνε να ξεχωρίσει για το ταλέντο του και τη ιδιαίτερη φυσιογνωμία του.
Συμμετείχε στην πρώτη τηλεοπτική σειρά της ελληνικής τηλεόρασης, την «Πρώτη Γραμμή» και σε πολλές άλλες σειρές που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.
Παράλληλα με την υποκριτική εργαζόταν, επί 19 χρόνια, ως βραδινός ρεσεψιονίστ στο ξενοδοχείο Κάραβελ.
Αγαπημένη του ασχολία ήταν να πηγαίνει βόλτα στη γειτονιά με τους φίλους και να συζητάει για ποδόσφαιρο.
Το 2013, ενώ παρακολουθούσε ποδοσφαιρικό αγώνα σε μαγαζάκι στη γειτονιά του άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 73 ετών.