Η Μίτση Κωνσταντάρα ήταν ηθοποιός και αδελφή του Λάμπρου Κωνσταντάρα.
Έγινε γνωστή κυρίως μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες, όπου έπαιζε συνήθως στο πλευρό του αδελφού της, αλλά και από τη συμμετοχή της σε σημαντικές θεατρικές παραστάσεις της εποχής της.
Η Μίτση ήταν η μικρότερη από τα τρία παιδιά της οικογένειας Κωνσταντάρα.
Γεννήθηκε το 1922 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Κολωνάκι.
Η οικογένεια της δεν αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα, καθώς ο πατέρας της διατηρούσε κοσμηματοπωλείο στην Αθήνα.
Όμως, ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, όπως ήταν το όνομά του, έφυγε από τη ζωή λίγο μετά τη γέννησή της, βυθίζοντας την οικογένεια στο πένθος.
Γι’ αυτό, η μικρή του κόρη πήρε το όνομα του και όλοι της είχαν αδυναμία και δεν της χαλούσαν κανένα χατίρι.
Η Μίτση φοίτησε σε ιδιωτικά σχολεία, ενώ έκανε και ιδιαίτερα φροντιστήρια στο σπίτι, σε μια εποχή με τρομερές οικονομικές δυσκολίες για την Ελλάδα.
Μεγαλώνοντας αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και παρόλο που το επάγγελμα δεν θεωρείτο «καθώς πρέπει» για τα κορίτσια, κανένας δεν της έφερε αντίρρηση.
Γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από όπου αποφοίτησε με άριστα και ξεκίνησε την καριέρα της σε περιπλανόμενους θιάσους (μπουλούκια), όπως οι περισσότεροι ηθοποιοί της γενιάς της.
Η απόφασή της να ενταχθεί στα μπουλούκια, δυσαρέστησε τους συγγενείς της, που με τη βοήθεια του Λάμπρου, ήξεραν ότι θα μπορούσε να βρει δουλειά στην ΑΘήνα.
Ωστόσο η καλομαθημένη κοπέλα δεν άκουσε κανένα και έκανε αυτό που είχε αποφασίσει. Ήθελε να πάρει τα πράγματα με τη σειρά και να περάσει από το σχολείο της επαρχίας.
Η Μίτση είχε ταλέντο, είχε και ομορφιά.
Ήταν μια εμφανίσιμη κοπέλα, με μακριά μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια. Είχε πολλές κατακτήσεις και δεκάδες άνδρες που τη φλέρταραν. Ωστόσο δεν υπέκυπτε σε καμία πρόταση και ήταν αφοσιωμένη στη δουλειά και την οικογένειά της.
Είχε μεγάλη αδυναμία στον αδελφό της, γι’ αυτό, όταν ο Λάμπρος της ζήτησε να αποσυρθεί για λίγο από το θέατρο και να φροντίσει το σπίτι τους, εκείνη τον άκουσε και σταμάτησε τις εμφανίσεις της.
Όταν επανήλθε, σε ώριμη ηλικία, άρχισε την κινηματογραφική της καριέρα, η οποία αριθμεί περίπου 40 ταινίες.
Αξέχαστη έχει μείνει η ερώτηση «Του κυρίου Πετροχείλου», στην ταινία «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι», όταν πήγε στο σπίτι του Κωνσταντάρα, για να προσληφθεί ως υπηρέτρια.
Και ακολούθησαν οι ατάκες: «άτιμη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους ρίχνεις σε ξένα χέρια»
και «Κύριε Πετροχείλο, κάποτε ήμουνα πουλί και μ’ αγαπούσανε πολλοί».
Η Μίτση ήταν 9 χρόνια μικρότερη από τον αδελφό της, αλλά κατά κανόνα ενσάρκωσε τη μεγαλύτερή του, πότε ως υπηρέτρια, πότε ως συγγενής, ανάλογα με τις ανάγκες του ρόλου.
Στην προσωπική της ζωή η ηθοποιός, χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να «απεξαρτηθεί» από τα αδέλφια της και κυρίως από τον Λάμπρο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, σε ηλικία περίπου σαράντα χρονών, μετακόμισε σε δικό της σπίτι αφού παντρεύτηκε, αλλά δεν απέκτησε παιδιά.
Διοχέτευσε τη φροντίδα και την αγάπη της στα ανίψια της, στα οποία αγόραζε συνέχεια δώρα.
Το μεγάλο πλήγμα στη ζωή της ήρθε τον Ιούνιο του 1985, οπότε έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος της αδελφός.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν 72 ετών και είχε πάθει σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων.
Η Μίτση δεν άντεξε τον χαμό του και λίγους μήνες αργότερα έφυγε κι εκείνη από τη ζωή, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο…