Την δεκαετία του ΄80, ο Μίκι Ρουρκ θεωρούταν ο διάδοχος του Μάρλον Μπράντο και του Τζέιμς Ντιν. Η καριέρα του όμως είχε πολλά σκαμπανεβάσματα και ο ίδιος έγινε περισσότερο γνωστός για την εκρηκτική και απρόβλεπτη συμπεριφορά του στα γυρίσματα, παρά για την καλλιτεχνική του διαδρομή.
Ασχολήθηκε επαγγελματικά με την πυγμαχία και όταν αποφάσισε να γίνει ηθοποιός ζούσε στη Νέα Υόρκη μαζί με χιλιάδες άστεγους και ζητιάνευε για να πληρώσει τα έξοδα της δραματικής σχολής.
«Έβγαινα στο δρόμο πιστεύοντας ότι το να σπάω κόσμο στο ξύλο ήταν αυτό φυσιολογικό»
Ο Φίλιπ Αντρέ Ρουρκ Τζούνιορ, όπως είναι το αληθινό όνομα του Μίκι Ρουρκ, γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1952 στην περιοχή «Schenectady» της Νέας Υόρκης. Οι γονείς του πήραν διαζύγιο όταν ο Ρουρκ ήταν επτά χρόνων και λίγα χρόνια αργότερα μετακόμισε με την μητέρα του στο Μαϊάμι. Μαζί με τα δύο του αδέρφια, ο Ρουρκ μεγάλωσε σε ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον.
Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός του αποδείχθηκε σκληρός άνθρωπος που συχνά χειροδικούσε εναντίον του Μίκι. Παράλληλα έπρεπε να μάθει να συμβιώνει μαζί με άλλα πέντε θετά αδέρφια.
Για να υπερασπίζεται τον εαυτό του, ο Ρουρκ ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, ιδιαίτερα με το μπέιζμπολ και την πυγμαχία.
Επίσης ήταν και έναν τρόπος για να κατευνάσει την οργή που ένιωθε συνεχώς όταν ερχόταν αντιμέτωπος με τον πατριό του.
Πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του δήλωσε πως «ήμουν τρελαμένος, νευριασμένος και ντροπιασμένος… αυτή η ντροπή μετατράπηκε σε οργή. Πιστεύω ότι προήλθε από τότε που ήμουν παιδί κι ένιωθα κατώτερος μέσα στο σπίτι. Με έδιωχναν και έβγαινα στο δρόμο πιστεύοντας ότι το να σπάω κόσμο στο ξύλο ήταν φυσιολογικό».
Οι αθλητικές του επιδόσεις ήταν εξαιρετικές και σύντομα ασχολήθηκε επαγγελματικά με την πυγμαχία.
Η μαχητικότητά του θα τον κάνει γνωστό στους πυγμαχικούς κύκλους ως «Μικ ο Χασάπης» αλλά μια διάσειση και διάφοροι μικροτραυματισμοί τον ανάγκασαν τρία χρόνια αργότερα να εγκαταλείψει τα ρινγκ. Οι ειδικοί πάντως λένε ότι το ταλέντο του δεν θα τον πήγαινε πολύ μακριά. Ωστόσο μετάνιωνε πάντα για την αποχή του από το μποξ.
Άστεγος στη Νέα Υόρκη και η ταινία που τον έκανε σύμβολο του σεξ
Μετά το σχολείο, χωρίς καμία σκέψη για ανώτατη εκπαίδευση, ο Μίκι Ρουρκ έκανε διάφορες δουλειές για να συντηρεί τον εαυτό του.
Η γκάμα από «δουλειές του ποδαριού» ήταν πρωτοφανής. Εργάστηκε ως οικοδόμος και μεταφορέας, ως παγωτατζής και εκπαιδευτής λαγωνικών αλλά και ως προσωπικό ασφαλείας σε μπαρ για τραβεστί.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ένας παλιός συμμαθητής του Ρουρκ επικοινώνησε μαζί του και του πρότεινε αν θέλει να συμμετάσχει σε μια ταινία.
Η εμπειρία έμεινε αξέχαστη στον Μίκι, ο οποίος αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική.
Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έζησε άστεγος κάτω από τις γέφυρες της μεγαλούπολης. Ζητιάνευε και προσπαθούσε να βρει δουλειά μόνο και μόνο για να πληρώνει τα έξοδα της σχολής υποκριτικής.
Το 1975 η προσωπική του κατάσταση βελτιώθηκε όταν η ηθοποιός Σούζαν Σίκατ τον πήρε ως μαθητευόμενο και του εμπιστεύτηκε τον ρόλο του Έντι στη ταινία «Ψηλά από τη Γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ. Το 1979 η ερμηνεία του στο «1941» του Στίβεν Σπίλμπεργκ τράβηξε την προσοχή στα «μεγάλα κεφάλια» του Χόλυγουντ. Οι κριτικοί τον αποθέωσαν για την ερμηνεία του στην ταινία «Έξαψη» και το 1986 έγινε πανταχού γνωστός ως ο μυστηριώδης και ελκυστικότατος Τζον που επιδίδεται σε διάφορα σεξουαλικά παιχνίδια με την Κιμ Μπάσινγκερ στις «9 ½ εβδομάδες». Το φιλμ ενθουσίασε το κοινό και 0 Μίκι Ρουρκ έγινε το νέο «sex symbol» της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
«Δεν δίνω δεκάρα για το ποιος πηγαίνει να δει τις ταινίες μου ή τι λέγεται γι’ αυτές»
Έχοντας εξασφαλίσει το βραβείο καλύτερου δεύτερου ανδρικού ρόλου από την Εθνική Εταιρεία Κριτικών Κινηματογράφου για τον χαρακτήρα του στο «Diner», αλλά και μια σειρά από συμβόλαια για μελλοντικές ταινίες, ο Ρουρκ έμοιαζε να περιφρονεί τον πανικό που είχε δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του.
«Δεν δίνω δεκάρα για το ποιος πηγαίνει να δει τις ταινίες μου ή τι λέγεται γι’ αυτές. Μου δίνουν καλά λεφτά και αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που με νοιάζει αυτή τη στιγμή».
Ακολούθησαν πολλές συνεργασίες με καταξιωμένους σκηνοθέτες όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Νίκολας Ρεγκ.
Πολλοί όμως σκηνοθέτες μνημόνευσαν τη δύστροπη συμπεριφορά του ηθοποιού κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Ο Άντριαν Λιν των «9 ½ εβδομάδων» ανέφερε πως «τα γυρίσματα ήταν μάλλον επώδυνα αφού ο Ρουρκ ερχόταν στο σετ με κουρέλια… Έχει αυτή την ψευτοπαλικαριά του περιθωρίου, από την άλλη πλευρά όμως δεν παύει να είναι εξαιρετικά ευαίσθητος και ντροπαλός».
Ο Άλαν Πάρκερ, σκηνοθέτης του «Δαιμονισμένου Αγγέλου» ήταν περισσότερο ειλικρινής και δήλωσε πως «Η συνεργασία μαζί του (με τον Μίκι Ρουρκ) είναι αληθινός εφιάλτης. Είναι πολύ επικίνδυνος γιατί ποτέ δεν γνωρίζεις ποια θα είναι η επόμενη κίνησή του».
Προσωπικά δράματα και αποχή από τον κινηματογράφο
Στην προσωπική του ζωή ο ηθοποιός υιοθέτησε το στυλ του «μάτσο» γοητευτικού επαναστάτη που κυκλοφορεί με μηχανή και δερμάτινα ρούχα.
Άλλαζε συχνά συντρόφους που συνήθως ήταν μοντέλα και κατέστρεφε τις σουίτες των ξενοδοχείων όπου έμενε.
Έκανε δύο αποτυχημένους γάμους με την δεύτερη σύζυγό του να τον οδηγεί στη φυλακή.
Η συμπρωταγωνίστρια του στην ταινία «Άγρια Ορχιδέα», Κάρε Ότις , πέντε μήνες μετά τον γάμο τους νοσηλεύτηκε σε κλινική με συμπτώματα κατάθλιψης.
Λίγα χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο του Νέου Μεξικού, όπου οι γιατροί ανακάλυψαν ότι είχε τραύμα στον ώμο από σφαίρα. Προσπάθησε να συγκαλύψει τον σύζυγό της και δήλωσε ότι, το όπλο που είχε τυχαία μέσα στην τσάντα της εκπυρσοκρότησε.
Το 1994 όμως ο Ρουρκ οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα του Λος Άντζελες για κακοποίηση συζύγου και πέρασε κάποιο διάστημα στη φυλακή.
Η φήμη του καταστράφηκε και αποφάσισε να επιστρέψει στα ρινγκ.
«Έπρεπε να γυρίσω πίσω στην πυγμαχία γιατί ήμουν αυτοκαταστροφικός. Δεν σεβόμουν τον εαυτό μου ούτε ως άτομο ούτε ως ηθοποιό».
Η επιστροφή του βέβαια κράτησε σχεδόν ένα χρόνο. Αποσύρθηκε για άλλη μια φορά αφού πρώτα είχε προλάβει να σπάσει τη μύτη και τα πλευρά του και να συμμετάσχει σε αγώνες που κίνησαν σοβαρές υποψίες για σικέ ανταγωνισμό.
Επιστροφή στον κινηματογράφο
Το 1997 ο Μίκι Ρουρκ έκανε μια εμφάνιση στην ταινία «Βροχοποιός», αλλά μετά το μιλένιουμ ο ηθοποιός έπαιζε συχνά δευτεραγωνιστικούς ρόλους μέτριας η και ασήμαντης καλλιτεχνικής αξίας.
Το 2008 κέρδισε Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του στον «Παλαιστή». Ήταν μια θεαματική επιστροφή με ένα υπέροχο σενάριο και μια συγκινητική ερμηνεία.
Στην ηλικία των 65, ο Μίκι Ρουρκ φαίνεται να έχει μετριάσει την αντιδραστική του συμπεριφορά. Δεν φαίνεται όμως να έχει συμβιβαστεί με το χρόνο.
Σταθερά συνεχίζει να αθλείται και να ενδιαφέρεται για την εξωτερική του εμφάνιση ενώ έχει παραδεχτεί ότι πάμπολλες φορές έχει κάνει πλαστικές επεμβάσεις. Κάτι προφανές άλλωστε καθώς το αποτέλεσμα μάλλον δεν τον κολακεύει.
Διαβάστε στη «ΜτΧ»: «9 1/2 Εβδομάδες». Η ταινία που νομιμοποίησε τα ερωτικά φετίχ. Η Κιμ Μπάσιντζερ είχε προβλήματα με τον σύζυγό της, αν και η καριέρα της απογειώθηκε…