Ο Νίκος Καρβέλας στο ξεκίνημα της καριέρας του συνεργάστηκε με την εταιρία Μίνος και τον Μάκη Μάτσα, ο οποίος στο βιβλίο του περιέγραψε τη γνωριμία τους.
«Τον Καρβέλα τον γνώρισα όταν ήταν ακόμα νέο παιδί.
Έκανε κολλητή παρέα με ένα πρώτο μου ξάδελφο τον Πάρη Σαρφατή.
Έμεναν και οι δύο στο παλαιό Φάληρο και είχαν πάθος με τη μουσική.
Ο Πάρης έπαιζε φλογέρα και ο Καρβέλας πιάνο και διοργάνωναν τις αυτοσχέδιες συναυλίες τους στο γκαράζ του σπιτιού του Πάρη, κυρίως για το κέφι τους, ίσως και για να γοητεύσουν τις φίλες τους.
Ο Καρβέλας γνωρίζοντας τη συγγενική σχέση μου με τον Πάρη άρχισε να τον ψήνει ότι θα μπορούσαν να κάνουν το μεγάλο βήμα.
Έχοντας ανά χείρας κάποια τραγούδια που μόλις είχε γράψει εμφανίζεται ξαφνικά στο γραφείο μου.
«Ο Νίκος γράφει πολύ ωραία τραγούδια», μου λέει ο Πάρης και ο Καρβέλας σπεύδει αμέσως να γίνει πιο συγκεκριμένος, για να μην έχω την παραμικρή απορία για το πώς θα μπορούσα να τα αξιοποιήσω: «τα έχω γράψει για τους Μπιτλς», μου διευκρινίζει.
Είχα ήδη αρκετά χρόνια στη δισκογραφία και επομένως ήμουν συνηθισμένος να ακούω πολλά απρόβλεπτα και παράδοξα.
Χαμογέλασα, αλλά τους απάντησα με την πρέπουσα σοβαρότητα και κυρίως με επιχειρήματα.
Παραδέχτηκα μεν ότι η Παρλοφόν που έχει τους Μπιτλς στο εξωτερικό, εκπροσωπείται από τη δική μας εταιρεία στην Ελλάδα, αλλά τους είπα ότι θα ήταν μάλλον δύσκολο ο Πολ Μακάρτνι και Τζον Λένον να πάρουν τα τραγούδια του Νίκου, γιατί οι Μπιτλς είχαν την «κακή συνήθεια» να ερμηνεύουν σχεδόν αποκλειστικά δικές τους συνθέσεις.
Πάντως προθυμοποιήθηκα να τα ακούσω και προς μεγάλη μου έκπληξη τα βρήκα πολύ ενδιαφέροντα!
Καθώς όμως είχαν ξενόγλωσσους στίχους, ρώτησα αμέσως τον Νίκο αν γράφει και τραγούδια στα ελληνικά.
Ήταν απόλυτος, όπως έμελλε να είναι και στη συνέχεια της ζωής του: «Όχι, δεν γράφω ελληνικά τραγούδια. Ούτε μου αρέσουν, αλλά ούτε και με ενδιαφέρουν».
Επειδή διέκρινα ωστόσο κάτι πραγματικά ξεχωριστό στις μελωδίες του, του συνέστησα να μην είναι τόσο αρνητικός, να το ξανασκεφτεί και αν τύχει και του έρθει η έμπνευση και θέλει να γράψει κάτι ελληνικό, να έρθει οποιαδήποτε στιγμή να με βρει στο γραφείο μου.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Καρβέλας εμφανίζεται με δύο νέα τραγούδια.
Δεν θυμάμαι και αν τα είχε ντύσει με στίχο, αλλά ενώ οι μελωδίες τους ήταν υπέροχες, ο ρυθμός τους δεν ήταν ξεκάθαρος.
έμοιαζαν με ζεϊμπέκικα, αλλά κάτι παραπανίσια μέτρα μπέρδευαν τον ρυθμό τους και τελικά δεν μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις.
Όταν του είπα ότι και τα δύο θα μπορούσαν να γίνουν ωραία ζεϊμπέκικα, η απάντησή του ήταν και πάλι αυθόρμητη και αφοπλιστικά ειλικρινής.
«Δεν ξέρω τον χρόνο του ζεϊμπέκικου», μου είπε.
Του έδειξα το ρυθμό και εκείνος πιάνοντάς τον στο αέρα, σε λίγα λεπτά προσάρμοσε τις μελωδίες του σε δύο ωραιότατα ζεϊμπέκικα τραγούδια.
Αποφάσισα να τον γνωρίσω σε μια φίλη μου δημοσιογράφο και στιχουργό, τη Βαρβάρα Τσιμπούλη.
Με το που ήρθαν σε επαφή, άρχισαν να κάνουν θαύματα, καθώς η Βαρβάρα έγραφε πανέξυπνους στίχους με χιούμορ, κάτι που ταίριαζε απολύτως στο ταμπεραμέντο του Νίκου.
«Άντε και αντίο, θα σε δω στο πλοίο», «Τώρα πλάκα μου κάνεις ή σοβαρολογείς;», «στη Χονολουλού» ήταν τα πρώτα αποτελέσματα της συνεργασίας τους, ενώ έγραψαν ακόμα και ζεϊμπέκικα τραγούδια που έκανε επιτυχίες ο Γιάννης Πουλόπουλος.
Η φάρσα
Το ταλέντο του Καρβέλα αρχίζει να γίνεται γνωστό, όπως βέβαια και η τρέλα που πάντα κουβαλούσε.
Δεν θα ξεχάσω ένα κωμικοτραγικό περιστατικό που συνέβη με τη Βαρβάρα, το οποίο η ίδια μου το διηγήθηκε τότε.
Ένα πρωί έρχεται κλαμένη στο γραφείο μου. Την είχε καλέσει ο Καρβέλας να περάσουν μαζί μια Κυριακή με μια βάρκα που είχε.
Ανοίγονται στο πέλαγος και η Τσιμπούλη ξαπλώνει στην πρύμνη έχοντας βγάλει το σουτιέν της.
Και εντελώς ξαφνικά βλέπει τον Καρβέλα στην πλώρη να ανοίγει το καπάκι μιας αποθηκούλας που είχε το σκαφάκι του και να πετάγεται από μέσα ένας αγριεμένος γλάρος, που σαν δαιμονισμένος ορμάει και πέφτει πάνω στην Τσιμπούλη.
Ο Καρβέλας προφανώς ήθελε να της κάνει πλάκα για να την τρομάξει και άρχισε να γελάει.
Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί τι θα συνέβαινε στη Βαρβάρα.
Ο γλάρος έπεσε πάνω της και όπως ήταν αγριεμένος από τις ώρες που τον είχε φυλακισμένο ο Νίκος, άρχισε να την τσιμπά στο γυμνό της στήθος.
Το αστειάκι του Νίκου εξελίχθηκε σε δράμα γιατί η Βαρβάρα επέστρεψε από τη βαρκάδα μέσα στα αίματα και με φοβερούς πόνους πήγε στο νοσοκομείο.
«Τι ήταν αυτό που έπαθα κύριε Μάτσα που με βάλατε να γράφω τραγούδια με αυτόν τον τρελό τον Καρβέλα;» με ρωτούσε.
Ο Νίκος και χωρίς τη Βαρβάρα, που βεβαίως δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της, συνέχισε να κάνει επιτυχίες».
ΠΗΓΗ: «Πίσω απ τη μαρκίζα» του Μάκη Μάτσα εκδόσεις Διόπτρα