Υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία την κυρά Δέσποινα, στην ταινία «Της Κακομοίρας». Η κουτσομπόλα προξενήτρα της γειτονιάς που προσπάθησε να παντρέψει τον «μεγαλομπακάλη της γωνίας», τον κυρ Παντελή, με τη νεαρή και όμορφη Λίτσα, κόρη αυτουνού που «εισπρακτορεύει στα λεωφορεία», του κυρ Μανώλη.
Ήταν όμως και το «γλυκό Αδελαϊδάκι», στην ταινία «Ο Τζαναμπέτης», που υποδυόταν την πιστή οικονόμο τριών γεροντοπαλίκαρων, ένα εξ’ αυτών ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, που γρουσούζα την ανέβαζε, γρουσούζα την κατέβαζε, επειδή εκείνη, αν και γεροντοκόρη, ήταν υπέρμαχος του γάμου!
Η Μαρίκα Νέζερ είναι από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές του ελληνικού κινηματογράφου.
Μέσα από το υποκριτικό της ταλέντο, στο οποίο υποκλίθηκαν ο Βολανάκης και η Κοτοπούλη, χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη καρατερίστα της εποχής της.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1906, μέσα σε οικογένεια ηθοποιών
Κόρη του Κωνσταντίνου και της Κλεοπάτρας και ξαδέρφη του επίσης ηθοποιού Χριστόφορου Νέζερ. Ο παππούς της ήταν ο αξιωματικός που κατέβασε την τουρκική σημαία από την Ακρόπολη και ύψωσε την ελληνική το 1833.
Ο πρώτος της ρόλος ήταν στην τραγωδία «Οιδίπους Τύραννος», ενώ σε ηλικία μόλις 14 ετών έπαιξε στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας».
Τα πρώτα της βήματα τα έκανε με την αδερφή της, Κατίνα και τις αποκαλούσαν «Τα Νεζεράκια».
Ύστερα από δέκα χρόνια κοινής καλλιτεχνικής πλεύσης, η Μαρίκα τράβηξε τον δικό της δρόμο. Από το 1927 άρχισε να διαπρέπει σε ρόλους επιθεώρησης, ενώ το αστέρι της έλαμψε ακόμα περισσότερο δίπλα στη Σοφία Βέμπο.
Η γκάμα των ρόλων της ήταν ανεξάντλητη. Διέθετε αστείρευτο ταλέντο στις μιμήσεις και μπορούσε να υποδυθεί από μια πριμαντόνα μέχρι τη Σμυρνιά.
Έκλεβε την παράσταση όταν μιμούνταν συνάδελφους της ηθοποιούς, αλλά και τους περισσότερους πολιτικούς εκείνης της εποχής.
Στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, μιμείται τη Σοφία Βέμπο:
Ήταν η ηθοποιός που έδωσε ψυχή στον ρόλο της «Μαντάμ Σουσού», του Δημήτρη Ψαθά.
Είχε μεγάλο ερμηνευτικό ταλέντο και η έκταση της φωνής της της έδινε την δυνατότητα να ερμηνεύει πολλά είδη τραγουδιών. Στο κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1948 δίπλα στον Βασίλη Λογοθετίδη.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη εκτιμούσε ιδιαίτερα το υποκριτικό της ταλέντο και προσπαθούσε να την εντάξει σε πιο σοβαρά θεάματα.
Της έλεγε: «Εσύ, τι θέλεις και παίζεις στην επίδειξη μπουτιών; Εσύ, πρέπει να παίζεις δράμα μαζί μου».
Σε μια εξομολόγηση που έκανε στην Σπεράντζα Βρανά, εξομολογούταν ότι ζούσε για το χειροκρότημα.
«Εγώ έτσι και δεν με χειροκροτούσαν πολύ, έπεφτα στο θάνατο, απελπισία σκέτη. Αγωνία και χαρά 65 ολόκληρα χρόνια!»
Είχε υπηρετήσει όλα τα είδη θεάτρου, εκτός από την τραγωδία. Ο ρόλος όμως που ξεχώρισε ήταν ο τελευταίος της στο πλευρό του Νίκου Κούρκουλου, που όπως αποκάλυψε ακόμα και την εποχή που ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι, λόγω κινητικών προβλημάτων, σχεδόν κάθε πρωί έλεγε τον ρόλο της απ’ έξω.
Σε όλες τις παραστάσεις ο κόσμος την αποθέωνε με το θερμότερο χειροκρότημα του, ενώ πάντα την καλούσαν πάντα πίσω στη σκηνή για να τους κάνει μιμήσεις.
Ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό Ερρίκο Κονταρίνη, που έφυγε από τη ζωή στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ζούσε μαζί με την αδερφή του άντρα της.
Πέθανε στις 18 Ιουλίου 1989, σε ηλικία 83 ετών. Εγγονός της είναι ο γνωστός ηθοποιός, Γιώργος Πυρπασόπουλος.