Ο τραγουδιστής Μανώλης Αγγελόπουλος έμεινε στην ιστορία με διάφορα προσωνύμια που σχετίζονταν με την τσιγγάνικη καταγωγή του, όπως «ο ροκ σταρ των τσιγγάνων», «ο βασιλιάς των τσιγγάνων».
Η καριέρα του ήταν τόσο επιτυχημένη που έχει καταγραφεί ως o μοναδικός ερμηνευτής ο οποίος μπόρεσε να ανταγωνιστεί τον Καζαντζίδη σε δημοτικότητα, αν και ίσως το συμπέρασμα είναι λίγο υπερβολικό.
Παρά τον ανταγωνισμό, οι δυο τους ήταν καλοί φίλοι και κάποια στιγμή έγιναν και κουμπάροι.
Τα παιδικά χρόνια
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1939. Για τον τόπο καταγωγής του είχαν ακουστεί και καταγραφεί διάφορες εκδοχές.
Άλλοι αναφέρουν ως γενέτειρά του τη Δράμα, άλλοι την Καβάλα και άλλοι ακόμη και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ο λόγος της σύγχυσης είναι η τσιγγάνικη καταγωγή του και οι συχνές μετακινήσεις της οικογένειάς του.
Ο γιος του Στάθης Αγγελόπουλος ανέφερε στη «Μηχανή του Χρόνου»: «Λόγω του ότι ήταν τσιγγάνος όλοι μπερδεύονται και λένε ότι δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά κάπου στο εξωτερικό. Για να το ξεκαθαρίσουμε, ο Μανώλης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στον Άγιο Αθανάσιο, ένα χωριό που είναι μεταξύ της Δράμας και της Καβάλας. Εκεί γεννήθηκε και μικρός, 2 ετών, έφυγε και πήγε στην Κρήτη στην Αλικαρνασσό».
Ο Μανώλης ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και είχε έναν μικρότερο αδελφό, τον Λευτέρη.
Όπως τα περισσότερα τσιγγανόπουλα, δεν πήγε στο σχολείο, αλλά ακολουθούσε τους γονείς του που ήταν πλανόδιοι μικροπωλητές.
Όμως του άρεσαν πολύ τα βιβλία και η ιστορία κι έτσι έμαθε μόνος του να διαβάζει.
Ο χαμός του πατέρα του και το ξεκίνημα στο τραγούδι
Όταν ήταν 13 ετών πέθανε ο πατέρας του και πλέον έπρεπε να δουλέψει και ο ίδιος για να επιβιώσει αυτός, η μάνα του και ο μικρός αδελφός του.
Είχαν ήδη μετακομίσει στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και ο Μανώλης πέρασε από διάφορα πόστα όπως λούστρος, πωλητής παπουτσιών, γυρολόγος, σιδεράς.
Πάντα όταν δούλευε σιγοτραγουδούσε.
Ήταν μια συνήθεια που είχε αποκτήσει από παιδί, όταν ακολουθούσε τους γονείς του στη δουλειά και διαλαλούσε την πραμάτεια, τραγουδώντας από το μεγάφωνο του αυτοκινήτου.
Παρόλο που αγαπούσε το τραγούδι, δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσε να γίνει επαγγελματίας, μέχρι που ένας ξάδελφός του, ο Ανέστος Αθανασίου, που έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Καζαντζίδη, του έβαλε την ιδέα.
Μεγάλο ρόλο στην απόφασή του να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι έπαιξε και η ενθάρρυνση του συνθέτη Θόδωρου Δερβενιώτη, ο οποίος είχε ακούσει τη φωνή του και είχε εντοπίσει το ταλέντο του.
Όπως αποδείχτηκε, είχαν και οι δύο δίκιο.
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος, στα 17 του ξεκίνησε να εργάζεται ως τραγουδιστής σε κέντρο στο Χαϊδάρι, όπου εμφανιζόταν ο Στράτος Παγιουμτζής και η Σωτηρία Μπέλλου.
Ένα χρόνο μετά έκανε την πρώτη του ηχογράφηση στο τραγούδι με τίτλο «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα».
Το 1958 κυκλοφόρησε τη «Μαγκάλα», το τραγούδι που ξεπέρασε σύντομα τις 100.000 πωλήσεις και τον καθιέρωσε. Έτσι ξεκίνησε η μεγάλη καριέρα του τραγουδιστή, ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή σε ηλικία 50 ετών. Πέθανε στο Λονδίνο από επιπλοκή μετά από εγχείρηση καρδιάς στην οποία είχε υποβληθεί λίγους μήνες νωρίτερα.