Ο Κώστας Ρηγόπουλος ήταν πολύ δεμένος με τους γονείς του και είχε μεγάλη αδυναμία στον πατέρα του, τον οποίο έχασε ξαφνικά το καλοκαίρι του 1957.
Ο ηθοποιός βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη με τον θίασό του για παραστάσεις και δεν πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει.
Στην αυτοβιογραφία του περιέγραψε τον ξαφνικό χαμό του πατέρα του, Φανούρη:
«ένα βράδυ που παίζαμε το «δεν σε γνωρίζω πια» στο θέατρο, μου τηλεφωνούν από την Αθήνα ότι πρέπει να κατέβω επειγόντως γιατί ο μπαμπάς μου λέει είναι πολύ άρρωστος.
Τα ‘χασα ήτανε κάτι εντελώς απρόσμενο.
Αλλά και πως να φύγω, πώς να αφήσω την παράσταση, είχα πελαγώσει κυριολεκτικά.
Το ίδιο βράδυ μετά την παράσταση μπαίνουμε η Κάκια κι εγώ στο βραδινό αεροπλάνο και να ‘μαστε μετά από μιάμιση ώρα στην Αθήνα.
Τρεχάλα σε ένα ταξί και μπρος για το σπίτι στην Κυψέλη.
Μόλις το ταξί σταμάτησε έξω από την πόρτα μας, έμεινα άναυδος.
Δυο νεκρώσιμα ήταν κολλημένα στα περβάζια της πόρτας. Δεν χρειαζόταν να μου πει κανείς τίποτα, ήξερα πια τι είχε συμβεί. Πριν βγω, πριν βγω καν έξω από το ταξί, ξέσπασα σε κλάματα.
Δεν είχα επιτρέψει στο μυαλό μου να σκεφτεί κάτι τέτοιο και δεν ήμουνα προετοιμασμένος να το αντιμετωπίσω.
Κλαίγοντας βγήκα από το ταξί, κλαίγοντας μπήκα το σπίτι και σπαράζοντας αγκάλιασα τη μάνα μου, τις αδελφές μου που κλαίγανε κι αυτές απαρηγόρητες. Ο μπαμπάς είχε πεθάνει στα 57 του χρόνια.
Ο Φανουράκης μου δεν ζούσε πια. Δεν τον είχανε εκεί, τον είχανε πάρει ήδη στους νεκροθαλάμους του Α’ νεκροταφείου και όλοι εμείς στο σπίτι θρηνούσαμε χωρίς σταματημό.
Κάποια στιγμή μέσα στα αναφιλητά μου, ρώτησα να μάθω πώς, τι ακριβώς είχε συμβεί, πώς είχε γίνει αυτό, τι είχε πάθει.
Εκείνη τη χρονιά είχε πέσει μια μεγάλη επιδημία γρίπης στην Ελλάδα, η ασιατική γρίπη.
Λέγανε πως ήτανε μια σοβαρή μορφή γρίπης, αλλά δεν είχανε πει πόσο κόσμο θέρισε ο χάροντας με αυτή τη γρίπη.
Και δίκαια βέβαια δεν το λέγανε γιατί θα πανικοβάλανε τον κόσμο. Δεν είχαμε λοιπόν καμία επίγνωση του πόσο σοβαρή και θανατηφόρα ήτανε αυτή η επιδημία.
Και ένα από τα θύματά της ήτανε και ο πατέρας μου, που πέθανε από τη μια στιγμή στην άλλη λες και τον χτύπησε μια σφαίρα στο κεφάλι, όπως μου είπε ο γιατρός του.
Πήγε και χώθηκε ο ιός στον εγκέφαλό του και τον σμπαράλιασε κυριολεκτικά.
Όταν πέθανε ο Φανουράκης μου ήταν Αύγουστος κατακαλόκαιρο και πέθανε από υψηλό πυρετό.
Όλα του τα χρόνια θυμάμαι που τον κοροϊδεύαμε γιατί και τα καλοκαίρια κοιμότανε σκεπασμένος γερά και ντυμένος με τις μάλλινες πιτζάμες του. Του λέγαμε «βρε μπαμπά τι τα φοράς αυτά, θα σκάσεις».
Κι εκείνος μας κορόιδευε: «έχετε ακούσει να πεθαίνει κανένας από ζέστη; Μόνο από κρύωμα πεθαίνει». Κι ο έρμος ο Φανούρης πέθανε από πυρετό, από ζέστη!
(…) δεν τον είδα νεκρό. Δεν είδα αυτή την κέρινη μάσκα του άψυχου ανθρώπου, την κέρινη μάσκα του θανάτου. Δεν το θέλησα. Και νομίζω πως στάθηκα τυχερός και τον έχω πάντα στον νου μου ολοζώντανο μπροστά μου.
Το ίδιο βράδυ όμως εγώ είχα παράσταση στη Θεσσαλονίκη κι έπρεπε να φύγουμε γρήγορα.
Άφησα τους δικούς μου στο σπίτι να θρηνούν και πήρα την Κάκια, που κι αυτή ήταν συγκλονισμένη κι έκλαιγε ασταμάτητα και ξαναμπήκαμε στο αεροπλάνο και η ζωή συνεχίστηκε.
Έπαιξα στην παράσταση με ένα τρελό κέφι και μια απίθανη διάθεση ευθυμίας που όλοι τα χάσανε.
Και δεν το προσπάθησα, όχι. Βγήκε αυθόρμητα από μέσα μου. Φαίνεται πως έτσι αντέδρασε το υποσυνείδητό μου για να ξεπεράσει τη θλίψη και τον πόνο του θανάτου.
Γέλα παλιάτσο που συνήθιζαν να λένε και οι παλιοί θεατρίνοι…
ΠΗΓΗ: Κώστας Ρηγόπουλος «Το παραμύθι της ζωής μου» εκδόσεις Γκοβόστη