Ο ηθοποιός Γιώργος Πάντζας μίλησε στη «Μηχανή του Χρόνου» και περιέγραψε τα δύσκολα χρόνια της εξορίας του αριστερού πατέρα του.
Συνολικά, ο πατέρας του εξορίστηκε για 17 χρόνια.
Την πρώτη φορά το 1947 πήγε στη Μακρόνησο, ενώ πέρασε για λίγο από όλους τους τόπους εξορίας, Άγιο Ευστράτιο, Γυάρο κτλ.
Τη δεύτερη φορά, το 1967 τον συνέλαβαν το πρωί της 21ης Απριλίου του 1967 αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου.
«Θυμάμαι ότι τον πήγαν κάτω στον ιππόδρομο. Δίπλα του σκοτώθηκε ένας σύντροφος και φίλος του, ο Παναγιώτης ο Κλίφης, αν θυμάμαι καλά, μέσα στον ιππόδρομο και την επόμενη μέρα τους πήγαν στη Ψυττάλεια και από εκεί τους πήγανε στη Γυάρο», λέει ο ηθοποιός.
Οι δυσκολίες για την οικογένεια Πάντζα είχαν αρχίσει από τα χρόνια του Εμφυλίου.
Ο ηθοποιός ήταν τότε περίπου 10 ετών και θυμάται ότι κυνήγαγαν και τον ίδιο, προκειμένου να μαζέψουν πληροφορίες για τον πατέρα του.
«Εγώ ήμουν αετόπουλο, δηλαδή ήμουν από τους νεότερους στην ΕΠΟΝ, ο πατέρας μου ήταν μέλος του κομουνιστικού κόμματος, μέλος της εθνική αντίστασης.
Τον είχα δει τον πατέρα μου με βγαλμένα νύχια ποδιών και χεριών, μαχαιρωμένο με ξιφολόγχη, έμεινε 5 μήνες στο νοσοκομείο στην Καισαριανή, πάνω στη Μονή.
Τον έχω δει σαν ένα μαύρο πράγμα στο τάγμα μεταγωγών της Νέας Φιλαδέλφειας της χωροφυλακής. Έχω δει πολλά στη ζωή μου και θυμάμαι βασικά ένα πράγμα ότι οι ΧΙΤΕΣ του Παπαγεωργίου στο Παγκράτι με κυνηγούσαν διαρκώς και με έκαναν μαύρο στο ξύλο θέλοντας να μάθουν που είναι ο πατέρας μου, που κρύβεται ο πατέρας μου. Εγώ η μόνη αντίσταση που μπορούσα να κάνω, έπεφτα κάτω στο χώμα και τους δάγκωνα τις γάμπες.
Μαύρος στο ξύλο, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα».
Μεγαλώνοντας ο Πάντζας έμαθε να ζει με το «στίγμα» του αριστερού.
Η στέρηση του πατέρα όμως, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το συνηθίσει.
Ακόμα και την περίοδο της χούντας, που ήταν πια μεγάλος και καταλάβαινε την πολιτική κατάσταση, του έλειπε πολύ ο πατέρας του αν και δικαιώνει την επιλογή του.
«Εγώ θαυμάζω τον πατέρα μου και δεν ξέρω αν θα άντεχα να κάνω όσα έκανε αυτός. Ίσως νεότερος να τα άντεχα, εκείνα τα χρόνια. Με μια υπογραφή μπορούσες να φύγεις έξω. Την άλλη μέρα να σηκωθείς να φύγεις κι όμως δεν το έκανε και τον θαυμάζω και τον τιμώ απεριόριστα».
Το γράμμα για τη γιορτή του
Η επικοινωνία με τους εξόριστους γινόταν μέσω αλληλογραφίας, η οποία περνούσε από λογοκρισία.
Οι αρμόδιοι έλεγχαν ένα ένα τα γράμματα και ότι θεωρούνταν επικίνδυνο ή προσβλητικό για το καθεστώς, διαγραφόταν.
Παρ’ όλ’ αυτά ο Πάντζας, όπως και όλοι οι άνθρωποι που είχαν κάποιον δικό τους στην εξορία, περίμενε πως και πως το γράμμα του πατέρα του.
Μια φορά στην γιορτή του, ο πατέρας του, ο οποίος είχε σαν χόμπι την ποίηση και τη γραφή, του έγραψε ένα γράμμα.
Ο ηθοποιός το θυμάται πάντα απ’ έξω…
«Στη γιορτή σου»
Σ’ άφησα μόνο εκεί με τη μανούλα
δίχως ζεστή φωλιά δική σου,
φτωχό και με θλιμμένη την καρδούλα,
χωρίς το δώρο του πατέρα στη γιορτή σου.
Θυμώνεις, το ξέρω,
μα να μην κακιώσεις
και αυτό που θα σου πω καλά θυμήσου,
λείπω μα δε θα μετανιώσεις,
ετοιμάζω τη μεγάλη τη γιορτή σου..»