«Η απόφαση μου να ακολουθήσω καριέρα ηθοποιού ήταν ουσιαστικά ιδέα της αδερφής μου, η οποία με παρότρυνε. Ήταν μια εποχή που δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω και περιφερόμουν από εδώ και από εκεί, όταν έμαθα πως η αδελφή μου είχε υποβάλλει για μένα αίτηση στο Κρατικό Iνστιτούτο Δραματικής Τέχνης του Σίδνεϋ. Στην αρχή δίστασα αλλά μετά σκέφτηκα ότι άξιζε να προσπαθήσω», είχε πει ο Μελ Γκίμπσον σε συνέντευξή του.
Ο Μελ Γκίμπσον γεννήθηκε το 1956 στο Πίκσβιλ της πολιτείας της Νέας Υόρκης.
Μεγάλωσε στο περιβάλλον ενός αυστηρού καθολικού σχολείου, ενώ δεν άργησε να αντιμετωπίσει τις αντιθέσεις δύο κοινωνικών τάξεων μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Ο πατέρας του ήταν εργάτης στους σιδηροδρόμους ενώ η μητέρα του τραγουδίστρια της όπερας.
Ο Μελ ήταν το έκτο κατά σειρά από τα 11 παιδιά της οικογένειας Γκίμπσον.
Σε ηλικία 12 ετών μετανάστευσαν στην Αυστραλία, εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε ο πατέρας του στη δουλειά του αλλά και για να αποφύγει την ανάμειξη των παιδιών στον πόλεμο του Βιετνάμ. Με τον καιρό αφομοιώθηκε στον τρόπο ζωής της Αυστραλίας τόσο πολύ που θεωρούσε τον αυτό του περισσότερο Αυστραλό παρά Αμερικάνο.
Ο κινηματογραφικός αστέρας
«Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν και ΤΟ ταλέντο. Τα κατάφερα όμως να τελειώσω χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες», αποκρίθηκε με μετριοφροσύνη στον δημοσιογράφο που τον ρώτησε εάν αντιμετώπισε δυσκολίες στο ξεκίνημά του.
Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά ήρθε λίγο πριν αποφοιτήσει από τη δραματική σχολή, με την ταινία Summer City.
Εξαιτίας του ρόλου του σε αυτή την ταινία, τον «πρόσεξε» ο Τζορτζ Μίλερ και του έκανε πρόταση για να πρωταγωνιστήσει στο «Mad Max» σε ηλικία 23 ετών. Η τεράστια εισπρακτική επιτυχία της ταινίας, του χάρισε συμβόλαιο για άλλες δύο συνέχειες του Μαξ.
Έτσι ήρθε η αναγνώριση, η δόξα και πολλά χρήματα.
Ωστόσο, όπως ο ίδιος είχε πει, ο Αυστραλός σκηνοθέτης Πήτερ Γουέηρ ήταν εκείνος που για πρώτη φορά του έδωσε την ευκαιρία να παίξει σε δύο ταινίες, που όχι μόνο ήταν εμπορικές επιτυχίες αλλά ήταν και μοναδικές εμπειρίες για την καριέρα του : η ταινία «Καλλίπολη» το 1981 και τα «Επικίνδυνα χρόνια» το 1983. Τότε κατάφερε να πει στο κοινό ότι το όνομά του ήταν Μελ και όχι Μαξ.
«Τα Επικίνδυνα χρόνια» ήταν η μόνη πολιτική ταινία στην οποία είχε παίξει ο Μελ Γκίμπσον. Το 1982, ενώ βρισκόταν στις Φιλιππίνες για τα γυρίσματα της ταινίας «Επικίνδυνα Χρόνια», μια ομάδα εξαγριωμένων Μουσουλμάνων απείλησε πως θα τον δολοφονήσει, επειδή πίστευαν ότι η ταινία είχε αντι- ισλαμικό σενάριο.
Το αναπάντεχο ήταν ότι θεώρησαν υπεύθυνο τον πρωταγωνιστή της ταινίας και κανέναν άλλο συντελεστή, όπως τον σεναριογράφο ή τον παραγωγό.
«Ήμουν πραγματικά αναστατωμένος και φοβισμένος. Ήταν εφιαλτικό, δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Ζούσα σαν φυλακισμένος για τις υπόλοιπες μέρες που παραμείναμε στη Μανίλα. Ο σωματοφύλακας μου ήταν ένας τεράστιος Φιλιππινέζος με ένα 38αρι κρυμμένο κάτω από το πουκάμισο και με ακολουθούσε παντού. Σαν να μη έφτανε η αγωνία μου, λίγες μέρες αργότερα, όταν επιστρέψαμε στη Αυστραλία, έμαθα πως η γυναίκα μου ήταν στο χειρουργείο έτοιμη να γεννήσει το τρίτο μας παιδί», σχολίασε ο ίδιος.
Την επόμενη μέρα κλήθηκε να γυρίσει ερωτικές σκηνές με τη συμπρωταγωνίστρια του Σιγκούρνι Γουίβερ. Ο επαγγελματισμός του τον βοήθησε να φέρει εις πέρας τα γυρίσματα, που λόγω της απειλής ήταν ένα καθημερινό ψυχολογικό βασανιστήριο.
Αστειευόμενος αναφέρθηκε και στο πρόβλημα που αντιμετώπιζε με την Σιγκούρνι, που ήταν πιο ψηλή από αυτόν.
Πολλές φορές αναγκάστηκε να φορέσει ειδικά ψηλά παπούτσια για να μπορέσει να τη φτάσει και να ολοκληρωθούν οι σκηνές.
Δύο χρόνια αργότερα είχε την τύχη να συμπρωταγωνιστήσει με την Νταϊάν Κήτον, την οποία θαύμαζε από τότε που φοιτούσε στην δραματική σχολή, στην ταινία η «Κυρία Σόφελ». Την ίδια χρόνια έπαιξε στο «Ποτάμι» πλάι στην υποψήφια για Όσκαρ Σίσυ Σπέισεκ.
Η επιτυχία κορυφωνόταν. Συνεντεύξεις στον Τύπο και την τηλεόραση και δεκάδες προσκλήσεις για κοσμικά πάρτι και πρεμιέρες εισέβαλαν ξαφνικά στη ζωή του, που άλλαξε ριζικά.
«Τότε άρχισα να αισθάνομαι υπερκόπωση και να ζητώ φυγή», εξομολογήθηκε.
Εκείνη την περίοδο φήμες που ήθελαν τον Μελ Γκίμπσον ένα μισαλλόδοξο σταρ με αφάνταστες ιδιοτροπίες και με ένα κουτί μπύρα στο χέρι, άρχισαν να παίρνουν διαστάσεις στον αμερικανικό τύπο. «Μου αρέσει να χορεύω πάνω στα τραπέζια και να φοράω καπέλα από λαμπάντα στο κεφάλι μου» είχε απαντήσει προκλητικά το 1985 ο ηθοποιός, που κατέληξε: «λίγο αλκοόλ παραπάνω δε σημαίνει το τέλος του κόσμου».
Ωστόσο τα τέλη της δεκαετίας του ’80, τον βρήκαν τελείως διαφορετικό, καθώς όπως είχε αναφέρει , «οι ευθύνες πέντε παιδιών παραείναι σοβαρές για να αφήσουν πολλά περιθώρια για πλάκες. Πέντε παιδιά σημαίνει ανάγκη για υγιεινή ζωή και μακροζωία».
Επιστρέφοντας στην Αυστραλία, αποφάσισε να αφιερώσει τον ελεύθερο χρόνο του στην οικογένεια του, που νόμιζε ότι τον χάνει. Τότε επένδυσε στην αγορά ενός ράντζου 3,5 χιλιάδων στρεμμάτων ανάμεσα στο Σίδνεϋ και την Μελβούρνη, το οποίο αποτέλεσε τη βάση του και το φρούριο απομόνωσής του.
Τα επόμενα χρόνια ο Μελ Γκίμπσον πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως το «Τεκίλα Σανράις» και το «Φονικό όπλο», όπου υποδυόταν ρηχούς ρόλους, που αύξαναν μεν με ιλιγγιώδη ρυθμό τις τραπεζικές του καταθέσεις αλλά δεν τον εξέλισσαν ως ηθοποιό.
Διαβάστε επίσης στη Μτχ: Σίντι Κρόφορντ. Το μοντέλο που αρνήθηκε να πάει στον μπακάλη με γόβες γιατί το θεώρησε γελοίο. Άδικο είχε;…
Το αλκοόλ, το διαζύγιο και οι Εβραίοι
Ο Μελ Γκίμπσον είχε καταφέρει να γίνει αγαπητός στο κοινό. Ένας σωστός τζέντλεμαν του Χόλιγουντ, που όμως κατά καιρούς είχε απασχολήσει την κοινή γνώμη.
Φωτογραφίες και βίντεο που απαθανάτιζαν τον ηθοποιό υπό την επήρεια του αλκοόλ και σε άσχημη κατάσταση, είδαν αρκετές φορές το φως της δημοσιότητας και αποτέλεσαν το μελανό σημείο του προφίλ του.
Μάλιστα στάθηκαν η αφορμή να απομακρυνθεί από τη σύζυγο και τα παιδιά του και να πέσει σε κατάθλιψη. Στα μέσα του 2006 ο Τύπος της Αυστραλίας έγραψε πως ο Γκίμπσον, ένας από τους πιο μεγάλους σταρ που έβγαλε ποτέ η χώρα αυτή, βρίσκεται σε διάσταση με τη Ρόμπιν, τη γυναίκα την οποία χαρακτήριζε κολόνα της ζωής του.
Την ίδια χρονιά ο Μελ Γκίμπσον απασχόλησε αρνητικά την αμερικανική κοινή γνώμη, εξαπολύοντας ρατσιστικές ύβρεις προς του Εβραίους όταν ένας αστυνομικός εβραϊκής καταγωγής τον συνέλαβε να οδηγεί μεθυσμένος.
Οι εβραϊκές οργανώσεις που τον κατηγορούσαν για αντισημιτισμό από το 2004, εξαιτίας του περιεχομένου της ταινίας του «Τα Πάθη του Χριστού», τον έκριναν με αυστηρότητα.
Τα πιο πρόσφατα χτυπήματα που επηρέασαν τη ψυχολογία και την καριέρα του ήταν ο θάνατος του 73χρονυ ατζέντη του Εντ Λιμάτο, ο οποίος πέθανε από καρκίνο και σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του, τον εγκατέλειψε η William Morris Endeavor Entertainment η εταιρεία που αντιπροσώπευε τα καλλιτεχνικά του δικαιώματα.