Όπως το είδωλό του, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο Γούντι Άλεν πάντα προτιμούσε να εστιάζει στις αρνητικές πτυχές της ζωής του.
«Υπήρχε ένα μαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι μου όταν ήμουν στην κούνια», αστειεύτηκε κάποτε.
Το πραγματικό του όνομα είναι Άλαν Στιούαρτ Κένινγκσμπεργκ.
Αν και είχε κάποιες δυσκολίες μεγαλώνοντας στο Μπρούκλιν, η παιδική του ηλικία δεν υπήρξε και τόσο άσχημη.
Στο σχολείο δεν ήταν ο δειλός και χαμένος που βλέπουμε στις ταινίες του, αλλά ένας κοινωνικός τύπος που έκανε φιγουρατζίδικα κόλπα, τεμπέλιαζε στο μάθημα κι έκανε κοπάνα για να πάει στον κινηματογράφο.
Το δράμα της οικογένειας ήταν οι καβγάδες των γονιών του, Νέτι και Μάρτιν.
«Έμειναν μαζί από πείσμα», έλεγε αργότερα ο Άλεν. «Εκτός από το να πυροβολήσουν ο ένας τον άλλον, όλα τ’ άλλα τα ‘καναν», είχε πει.
Ενώ ήταν ακόμη στο γυμνάσιο, ο Άλεν εκμεταλλεύτηκε το χάρισμά του να σκαρφίζεται αστείες ιστορίες και άρχισε να τις πουλάει σε Νεοϋορκέζους αρθρογράφους.
Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και βρήκε δουλειά στην τηλεόραση, αλλάζοντας το εβραϊκό όνομά του με το ψευδώνυμο Γούντι Άλεν.
Σε λίγα χρόνια, κέρδιζε 1.500 δολάρια την εβδομάδα ως ένας από τους σεναριογράφους στο σόου του κωμικού Σιντ Σίζαρ.
Ο πρώτος γάμος του ήταν με την γειτόνισσά του, Χάρλεν Ρόσεν, από την οποία εμπνεύστηκε αρκετό υλικό για τους μονολόγους στις stand up κωμωδίες του.
Πήραν διαζύγιο το 1962 και ήταν η πρώτη από μία μακρά σειρά προβληματικών σχέσεων για τον ανασφαλή, αλλά ερωτύλο κωμικό.
Τη δεκαετία του ’60, ο Γούντι Άλεν έγινε μία από τις εξέχουσες μορφές της αμερικανικής κωμωδίας.
Έγραφε πετυχημένα θεατρικά έργα και ευθυμογραφήματα στο «New Yorker», εμφανιζόταν συχνά στην τηλεόραση, φωτογραφήθηκε ακόμη και στο εξώφυλλο του «Life».
Ένας δεύτερος θυελλώδης γάμος με την ηθοποιό Λουίζ Λάσερ έφτασε σ’ ένα προβλέψιμο τέλος το 1969, την εποχή που ο Άλεν άρχισε να σκηνοθετεί τις δικές του ταινίες.
Ανάμεσα στο 1965 και το 1975 έγραψε και σκηνοθέτησε μια σειρά από ιδιόρρυθμες κωμωδίες που έγιναν εισπρακτικές επιτυχίες.
Οι γεμάτες κωμικά ευρήματα ταινίες, όπως οι «Υπναράς» και «Μπανάνες», που σε μεταγενέστερο σενάριό του χαρακτηρίστηκαν επιτιμητικά ως τα «παλιά, αστεία» έργα του, έδωσαν τη θέση τους σε πιο φιλόδοξες απόπειρες με θέμα τις σύγχρονες σχέσεις και τον έρωτα.
Ο «Νευρικός Εραστής» σάρωσε τα Όσκαρ το 1977, ενώ η ταινία «Μανχάταν» τον καθιέρωσε ως τον αγαπημένο των κουλτουριαρηδων θεατών ανά την υφήλιο.
Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, ο Άλεν συνέχισε να γυρίζει έξυπνες σοφιστικέ κωμωδίες και ενίοτε κάποια στρυφνά δράματα, παράγοντας μία ταινία τον χρόνο.
Η μόνιμη πρωταγωνίστριά του, η Μία Φάροου, ήταν ο νέος του έρωτας.
Μαζί έκαναν ένα παιδί και υιοθέτησαν άλλα δύο κατά τη 12ετή σχέση τους.
Όλα τελείωσαν το 1992, όταν η Φάροου ανακάλυψε γυμνές φωτογραφίες της υιοθετημένης κόρης της, Σουν-Γι Πρεβέν, στο διαμέρισμα του Άλεν.
Αποκαλύφθηκε ότι ο Άλεν και η Πρεβέν είχαν για μήνες ερωτική σχέση, η οποία συνεχίστηκε και μετά τη δημοσιοποίησή της.
Ακολούθησε μια μακρά και επώδυνη δίκη, όπου η Φάροου κέρδισε την κηδεμονία των παιδιών.
Σύμφωνα με τον Άλεν, απείλησε να τον σκοτώσει και στη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου του έστειλε κάρτα τρυπημένη από μαχαιριές.
Όταν η Φάροου υποστήριξε ότι ο Άλεν ασέλγησε στην επτάχρονη κόρη τους, ο Άλεν έκανε κι αυτός μήνυση.
Ένας δικαστής απέρριψε την κατηγορία για ασέλγεια, αλλά απαγόρευσε στον Άλεν να βλέπει τα παιδιά του χαρακτηρίζοντάς τον ως τον «πλέον ακατανόητο ναρκισσιστή».
Η αρνητική δημοσιότητα δεν επιβράδυνε τους ρυθμούς του Άλεν.
Αργότερα δήλωσε ότι η ανακάλυψη των γυμνών φωτογραφιών της Σουν-Γι από τη Φάροου ήταν ένα από τα πιο «τυχερά συμβάντα στης ζωή του».
Μετά τη δεκαετία του ’70, ο Άλεν δεν έκοβε πολλά εισιτήρια, αλλά το μικρό και πιστό κοινό αστών διανοούμενων εξακολούθησε να τιμά τις ταινίες του.
Παντρεύτηκε τη Σουν-Γι το 1997 και συνέχισε να κάνει ταινίες, να παίζει κλαρινέτο και να παρακολουθεί την ομάδα του, τους Νικς.
Αν και κάποιοι κριτικοί τον χαρακτηρίζουν μέτριο, στις πρόσφατες ταινίες του, διάσημοι ηθοποιοί κάνουν ουρά για να συνεργαστούν μ’ αυτόν που θεωρείται μια από τις λίγες ιδιοφυΐες του σύγχρονου κινηματογράφου.
ΠΗΓΗ: «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ», Elizabeth LundayΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΩΡΑ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πολ Νιούμαν, ο εχθρός του Προέδρου Νίξον. Πολέμησε στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, έφτιαξε πετυχημένες σάλτσες και έχασε τον γιο του από ναρκωτικά…