Στα 15, συμπρωταγωνιστούσε με τον Σον Κόνερι στο «Όνομα του Ρόδου».
Στα 17, έγινε εφηβικό είδωλο, όταν εμφανίστηκε στο πλευρό της Γουίνονα Ράιντερ στην ταινία «Φονικό Πάθος».
Κριτικοί και δημοσιογράφοι είχαν αρχίσει να τον αποκαλούν «νέο Τζακ Νίκολσον» και όλα έδειχναν πως θα γινόταν το νέο μεγάλο αστέρι του Χόλιγουντ.
Αλλά η αδυναμία του για το αλκοόλ και τα ναρκωτικά κατέστρεψε την καριέρα του και για πολλά χρόνια, ο Σλέιτερ ήταν σε προσωπική και καλλιτεχνική παρακμή.
Σταδιακά όμως και με σκληρή δουλειά, κατάφερε να επανέλθει και να σταθεί ξανά στα πόδια του.
«Ο νέος Τζακ Νίκολσον»
Την πρώτη φορά που ήπιε αλκοόλ, ήταν ένα ποτήρι σαμπάνια. Αν και ήταν μόλις εννιά χρονών, ένιωσε μια ευχάριστη αίσθηση να τον κατακλύζει.
Την ίδια περίοδο έκανε τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική, υποβοηθούμενος από τον ηθοποιό πατέρα του, Μάικλ Χόκινς και την παραγωγό μητέρα του.
Η επιτυχία ήρθε εύκολα και γρήγορα.
Παράτησε στο σχολείο πριν αποφοιτήσει και ταξίδευε για γυρίσματα σε όλο τον κόσμο, δίπλα σε μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου.
Η σόουμπιζ αποδείχτηκε μεγάλος πειρασμός για τον έφηβο.
Ο ίδιος έχει περιγράψει τον εαυτό το εκείνη την περίοδο ως «μία όρθια ορμόνη».
Φλέρταρε με τη Γουίνονα Ράιντερ και οποιοδήποτε άλλο θηλυκό εμφανιζόταν μπροστά του.
Αργότερα, του έδωσαν το παρατσούκλι «θωπευτής», επειδή όταν έπινε, έδειχνε πολύ εμφανώς τον «θαυμασμό» του για το γυναικείο σώμα.
Στα 19, είχε την πρώτη επαφή του με την αστυνομία, όταν τον συνέλαβαν επειδή οδηγούσε μεθυσμένος.
Τον επόμενο χρόνο, τον έπιασαν ξανά, αλλά αυτή τη φορά έφυγε τρέχοντας και κλώτσησε έναν αστυνομικό στο πρόσωπο, καθώς προσπαθούσε να σκαρφαλώσει ένα φράχτη.
Παρά τα μπλεξίματα με την αστυνομία, η καριέρα του είχε μία ανοδική πορεία.
Πρωταγωνίστησε στο «Δυνάμωσέ το», άλλη μία εφηβική ταινία που έκαψε τις καρδιές νεαρών κοριτσιών, και εμφανίστηκε στο «Ρομπέν των Δασών», στο πλευρό του Κέβιν Κόστνερ.
Το 1993, «ενηλικιώθηκε», όταν πρωταγωνίστησε στην ταινία «True Romance», το σενάριο της οποίας έγραψε ο Κουέντιν Ταραντίνο.
Το 1994, έπαιξε στο «Συνέντευξη με έναν Βρυκόλακα» με τον Μπραντ Πιτ, αντικαθιστώντας τον φίλο του, Ρίβερ Φίνιξ, που βρήκε τραγικό θάνατο από υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Αρνήθηκε να πληρωθεί για τον ρόλο και έδωσε τον μισθό του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα που στήριζε ο Φίνιξ.
Τον ίδιο χρόνο, συνελήφθη για τρίτη φορά, επειδή είχε ένα όπλο στις αποσκευές του, την ώρα που επιβιβαζόταν σε αεροπλάνο.
Ο εθισμός του στο αλκοόλ είχε πλέον ξεφύγει από κάθε όριο.
Τον Αύγουστο του 1997, βρέθηκε σε ένα διαμέρισμα με την κόρη του Μάρλον Μπράντο, Πέτρα, τον φίλο του και μια άλλη κοπέλα, τη Μισέλ Τζόνας.
Ο Σλέιτερ άρχισε να πίνει και να παίρνει κοκαΐνη μέχρι που έχασε τον έλεγχο.
Αργότερα, οι αστυνομικοί του είπαν, ότι επιτέθηκε στη Τζόνας, την χτύπησε στο πρόσωπο, δάγκωσε τον φίλο της Μπράντο και κλώτσησε τον αστυνομικό που πήγε να τον συλλάβει.
Αρχικά, ο Σλέιτερ δήλωσε ότι δεν θυμόταν τίποτα από το συμβάν, αλλά σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Rolling Stone» έδωσε τη δική του εκδοχή.
Είπε ότι δεν χτύπησε ποτέ την Τζόνας, αλλά μάλωσε με έναν άλλο άντρα που ήταν στο διαμέρισμα.
Αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, πηδώντας απ’ το μπαλκόνι, αλλά τον τράβηξαν μέσα και έφυγε τρέχοντας απ’ το διαμέρισμα. Εκεί τον βρήκε κι η αστυνομία.
«Θυμάμαι να βγαίνω στο μπαλκόνι στον 14ο όροφο και να περνάει η σκέψη απ’ το μυαλό μου. Και όταν άρχισα να πίνω, το έκανα. Δεν σκεφτόμουν καθαρά, τα χημικά είχαν επηρεάσει το μυαλό μου. Ήθελα απλά να τελειώσουν όλα. Ήταν απαίσιο. Μια νύχτα στην κόλαση».
Όσο ο Σλέιτερ βρισκόταν σε κλινική αποτοξίνωσης, οι δικηγόροι του ασχολούνταν με την καταδίκη του.
Πέρασε 59 μέρες στη φυλακή, μία εμπειρία που περιέγραψε ως δυσάρεστη, αλλά αναγκαία.
Για ένα διάστημα έδειχνε να συνέρχεται και να επικεντρώνεται στην καριέρα του, η οποία όμως είχε πάρει άσχημη τροπή, μετά από την μεγάλη εμπορική αποτυχία «Καταδίωξη μέσα στην καταιγίδα».
Το 2005, απασχόλησε πάλι αρνητικά τα media, όταν κατηγορήθηκε ότι παρενόχλησε σεξουαλικά μία γυναίκα στο δρόμο. Του ασκήθηκε μήνυση, αλλά η υπόθεση δεν έφτασε στο δικαστήριο.
Για χρόνια, έκανε προσπάθειες να στερεώσει και πάλι την καριέρα του, αλλά χωρίς κάποιο αποτέλεσμα.
Εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές σειρές και θεατρικές παραστάσεις που άφησαν αδιάφορο το κοινό.
Το 2012, σκηνοθέτησε την ταινία Playback, που κόστισε περισσότερο από 5 εκατομμύρια για να γυριστεί, αλλά έβγαλε μόλις 264 δολάρια.
Παρ’ όλα αυτά, ο Σλέιτερ δεν το έβαλε κάτω.
Στις συνεντεύξεις εμφανίζεται ήρεμος και ικανοποιημένος με τη ζωή του.
Ακολούθησε τη συμβουλή του φίλου του και σκηνοθέτη Λαρς Βον Τρίερ, με τον οποίον συνεργάστηκαν στην ταινία «Nymphomaniac», και επικοινώνησε ξανά μετά από πολλά χρόνια με τον πατέρα του, που πάσχει από μανιοκατάθλιψη και σχιζοφρένεια και επιβλέπεται από ψυχιάτρους.
Δηλώνει τρισευτυχισμένος με τη σύζυγό του. Απολαμβάνει να περνά χρόνο με τον έφηβο γιο του από τον πρώτο του γάμο, με τον οποίο είχε λίγη επαφή καθώς μεγάλωνε.
«Η δουλειά είναι το χόμπι μου. Το να μείνω καθαρός και νηφάλιος είναι η πραγματική δουλειά μου», δήλωσε και απ’ ότι φαίνεται, οι προσπάθειές του επιβραβεύτηκαν.
Η τελευταία του δουλειά, η τηλεοπτική σειρά «Mr. Robot» γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Ο Σλέιτερ υποδύεται τον χάκερ με το όνομα «Mr Robot», που στρατολογεί ιδιοφυείς νεαρούς για να δημιουργήσει μία ομάδα ψηφιακών τρομοκρατών, οι οποίοι σκοπεύουν να καταστρέψουν τις μεγάλες, διεφθαρμένες πολυεθνικές που κινούν τα παγκόσμια νήματα.
Ένα συναρπαστικό σενάριο με ανατροπές και σασπένς που θυμίζει έντονα κινηματογραφικές ταινίες.