Η Σοφία Βέμπο ήταν από τους καλλιτέχνες που δεν έδιναν εύκολα συνεντεύξεις. Όταν το έκανε, όμως, μιλούσε «έξω απ’ τα δόντια» και υποστήριζε πάντα τις απόψεις της.
Η ακόλουθη συνέντευξη είναι από το περιοδικό «Πρώτο» και δόθηκε στον Τάσο Κουτσοθανάση στις 9 Σεπτεμβρίου του 1966.
-Κυρία Βέμπο. Όλοι σας ξέρουμε σαν «τραγουδίστρια της νίκης». Ποιος σας έδωσε αυτόν τον χαρακτηρισμό;
– Η νίκη δεν ήταν δική μου «στα κομμένα σου τα πόδια το παλικάρι», όπως λέει ο Γιώργος Φτέρης στο ποίημά του, που είναι αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του Αλβανικού πολέμου.
Εγώ απλώς έτυχε να τραγουδήσω τραγούδια που τύγχανε με τις νίκες και τις δόξες της Αλβανίας.
Αυτό είναι όλο. Ο συγχωρεμένος Αχχιλέας Μαμάκης πίστεψε -όπως όλοι πιστεύανε- πως έπρεπε να είμαι η τραγουδίστρια της νίκης.
Και με βάφτισε. Δεν ξέρω αν το αξίζω, αλλά είμαι περήφανη και το χαίρομαι. «Την αγάπη την βρήκα στον άντρα μου τον Μίμη Τραϊφόρο. Είναι υπέροχος, χρυσός, αλλά πιο κοντός από μένα».
-Οι αμέτρητοι φίλοι σας περιμένουν ανυπόμονα να ακούσουν πάλι τη φωνή σας.. Θα εμφανιστείτε ξανά στη σκηνή;
-Ο άνθρωπος πάντα κουράζεται όταν εργάζεται, αλλά η αμοιβή η δική μου είναι τόσο μεγάλη όχι σαν λεφτά, αλλά σαν χειροκρότημα. Γι΄αυτό θέλω πάλι να τραγουδήσω με αυτή τη φωνή που έχω σ’ αυτά τα μεγάλα μου χρόνια…και θα έχω και μεγαλύτερο εισιτήριο ανάλογα με τα χρόνια μου (η τραγουδίστρια ήταν τότε 56 ετών )
Και λέγοντας την τελευταία φράση γέλασε σαν παιδί κι αμέσως συνέχισε σοβαρά: είμαι σίγουρη πως πάλι θα με χειροκροτήσετε όχι το ίδιο, αλλά περισσότερο γιατί όταν τραγουδώ δεν δουλεύω μα έτσι γιατί πρέπει να τραγουδήσω γιατί μ’ αγαπάτε.
-Στον κινηματογράφο η εμφάνισή σας είχε κάνει αίσθηση σαν ηθοποιός. Γιατί δεν συνεχίσατε ύστερα από εκείνη τη θαυμάσια παρουσία σας στη «Στέλλα»;
-Δεν με ζήτησαν!
-Πιστεύετε ότι κάνατε λάθη;
-Ναι, δεν πρόσεξα ποτέ τον εαυτό μου. Δεν τον φρόντισα. Δεν τον αγάπησα. Αλλά από πέρυσι άρχισα να πιστεύω πως έχω δικαίωμα να ζω κι εγώ λίγο.
Γι’ αυτό έφυγα και πήγα στην Ισπανία. Έπρεπε να αρρωστήσω πολύ για να καταλάβω ότι είμαι κι εγώ άνθρωπος.
-Μετά από τόσες υπηρεσίες που έχετε προσφέρει θα έπρεπε το κράτος να σας προσέξει ιδιαίτερα. Το έκανε;
-Όχι και αδιαφορώ. Με ενδιαφέρει ο λαός που έρχεται στο θέατρο μου, ο πλούσιος κι ο φτωχός.
Οι κυβερνήτες μας δεν με ενδιαφέρουν. Άλλωστε αλλάζουν κάθε τετραετία.
-Το ελαφρό τραγούδι τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός ότι βρίσκεται σε παρακμή, ενώ το λαϊκό έγινε επικρατέστερο είδος. Που αποδίδετε αυτή την κατάσταση;
-Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι καθόλου άσχημο, είναι συγκινητικό και ωραίο όταν δεν μυρίζει χασίσι…
-Πώς σας φάνηκε το Νέο Κύμα;
-Το νέο κύμα είναι θαυμάσιο, μα πρέπει να παρουσιάζεται χωρίς μικρόφωνο και με μαλλιά χτενισμένα!
-Στα τραγούδια σας μιλάτε συχνά για αγάπη και φιλία. Πιστεύω ότι και στα δύο θα ευτυχίσατε.
-Στη ζωή μου είχα δύο αληθινές φιλίες. Η μία με πρόδωσε και η άλλη υπάρχει ακόμα στον Βόλο.
Όσο για αγάπη την βρήκα στον άντρα μου τον Μίμη Τραϊφόρο. Είναι υπέροχος, χρυσός, αλλά πιο κοντός από μένα…
ΠΗΓΗ: «Οι χρυσές δεκαετίες του ελληνικού τραγουδιού» Τάσος Κουτσοθανάσης, εκδόσεις Δρόμων