Από την αρχή της καριέρας της, η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε δηλώσει πολλές φορές στους δημοσιογράφους ότι «αποσύρεται από το θέατρο και τον κινηματογράφο».
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες και τα διάφορα εμπόδια που αντιμετώπιζε στο χώρος της υποκριτικής, δεν το έβαζε εύκολα κάτω. Ήταν «σκληρό καρύδι», όπως υποστήριζαν φίλοι και συνεργάτες της. Αν και, η ηθοποιός στον κινηματογράφο τα πήγαινε περίφημα και οι ταινίες στις οποίες συμμετείχε απέφεραν κέρδη, δεν συνέβαινε το ίδιο και με το θέατρο.
Το προκλητικό μπούστο
Το 1955 η Βουγιουκλάκη αποτελούσε μέλος του θιάσου του Νίκου Χατζίσκου, ο οποίος είχε ανεβάσει την παράσταση «Πινακοθήκη Ηλιθίων» στο θέατρο «Κεντρικόν». Η νεαρή ηθοποιός είχε μικρό ρόλο και υποδυόταν μια «Κινεζούλα».
Ωστόσο το έργο δεν πήγε καθόλου καλά, με αποτέλεσμα να κατέβει πολύ σύντομα.
Άμεσα, ο Χατζίσκος ανέβασε και δεύτερο έργο, τον «Ηθοποιό Κιν». Πρωταγωνίστριες θα ήταν οι Άννα Συνοδινού και Τιτίκα Νικηφοράκη.
Στη Βουγιουκλάκη έδωσε πάλι έναν πολύ μικρό ρόλο, μιας σαραντάρας κόμισσας. Όταν το άκουσε η ηθοποιός ενοχλήθηκε, αλλά δεν είπε κουβέντα σε κανέναν.
Δέχτηκε να πάρει το ρολάκι, παρά το γεγονός ότι δεν ταίριαζε καθόλου με την ηλικία της.
Τις πρώτες μέρες, όλα κυλούσαν ομαλά στο θέατρο. Υποδυόταν την κόμισσα χωρίς να αντιδρά, αν και ήταν πεπεισμένη ότι είχε αδικηθεί σε μεγάλο βαθμό από το θιασάρχη.
Ένα βράδυ, κατά τη διάρκεια παράστασης, η Βουγιουκλάκη δεν άντεξε άλλο. Φόρεσε ένα αποκαλυπτικό στράπλες μπλουζάκι, που τόνιζε το μπούστο της και βγήκε στη σκηνή για να παίξει.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα βλέμματα όλων και ειδικά του ανδρικού πληθυσμού στράφηκαν πάνω της και κανένας πλέον δεν έδινε σημασία ούτε στο δρώμενο, ούτε στις βασικές πρωταγωνίστριες του έργου.
Η προσφυγή στο θεατρικό δικαστήριο
Αυτό το γεγονός έδωσε την αφορμή στο θίασο να ξεσηκωθεί εναντίον της. Την κατηγορούσε ότι ήταν «βεντέτα» και πως το μόνο που την ενοχλούσε ήταν το γεγονός ότι δεν είχε γίνει πρωταγωνίστρια.
«Δεν μπορώ να παίξω το ρόλο μου, όχι γιατί είναι μικρός, αλλά γιατί δεν ταιριάζει με την ηλικία μου και το φιζίκ μου», έλεγε η Βουγιουκλάκη από την πλευρά της.
Ο θεατρικός επιχειρηματίας εξοργίστηκε και αποφάσισε να τη καταγγείλει στην «Άδεια», δηλαδή στο θεατρικό δικαστήριο για «αντιεπαγγελματική συμπεριφορά».
Όπερ και εγένετο. Η επιτροπή της «Άδειας» έκανε σύσταση στη Βουγιουκλάκη και της ζήτησε να συνεχίζει να παίζει το ρόλο της, έτσι όπως είχε προκαθοριστεί, ώστε «να μην δημιουργηθούν προβλήματα στο θίασο». Της έδωσε το δικαίωμα να αποχωρήσει απ’ αυτόν, με τη λήξη των παραστάσεων του έργου.
Αυτό το συμβάν ήταν αρκετό, ώστε να αποκτήσει η ηθοποιός την πρώτη της κακή εμπειρία ως επαγγελματίας ηθοποιός. Το κακό ωστόσο δεν σταμάτησε εκεί.
Η Βουγιουκλάκη έγινε «εναλλάξ» πρωταγωνίστρια
Το 1957, η Βουγιουκλάκη επέστρεψε στο θέατρο. Είχε προσληφθεί από το Δημήτρη Μυράτ ως βασική ενζενί, με μισθό 4.500 δραχμές, για να παίξει έναν από τους δύο βασικούς γυναικείους ρόλους στο έργο «Σιμούν» στο θέατρο «Κοτοπούλη».
Επιτέλους είχε γίνει πρωταγωνίστρια. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
«Τα πράγματα πήγαιναν μέλι-γάλα. Αλλά, ύστερα από 15 μέρες, νιώθω μια περίεργη παγωνιά στην πρόβα. Μπα λέω, η ιδέα μου θα’ ναι. Όπου την επόμενη τι διαβάζω στις θεατρικές στήλες; – «Εις τον θίασον …τάδε, προσελήφθη η ηθοποιός…τάδε, δια να παίξει εις το έργον…τάδε, τον ρόλον…τάδε, εναλλάξ με την ηθοποιόν…τάδε. Μου ήρθε κεραυνός» έλεγε με παράπονο η ηθοποιός μερικά χρόνια αργότερα.
Και δικαιολογημένα. Διότι τα δύο τελευταία «τάδε» αποτελούσαν το ρόλο της και την ίδια, η οποία θα αντικαθίστατο κάποιες ημέρες της εβδομάδας από άλλη συνάδελφο.
«Τι θα πει αυτό; Γιατί πήραν κι άλλη;», πρόσθετε.
«Γιατί να παίζει εναλλάξ με μένα; Φοβήθηκε ο θιασάρχης μου μη τυχόν και κουραστώ;», αναρωτιόταν η Βουγιουκλάκη, η οποία είχε θυμώσει.
Όταν ζητήθηκε από το θιασάρχη να δώσει εξηγήσεις για αυτήν την απροσδόκητη κίνηση του να προσλάβει κι άλλη ηθοποιό, εκείνος αποκρίθηκε πως «ο προηγούμενος θιασάρχης τον είχε πληροφορήσει πως η Βουγιουκλάκη είχε τη συνήθεια να εγκαταλείπει τους θιάσους και γι’ αυτό αποφάσισε να πάρει άλλη ηθοποιό, για να μην την πάθει και μείνει στα κρύα του λουτρού».
Ο Δημήτρης Μυράτ ωστόσο την είχε διαβεβαιώσει ότι θα έπαιζε εκείνη στην πρεμιέρα του έργου.
Έπαιξε μεν στην πρεμιέρα, αλλά αυτή ήταν…ανεπίσημη. Η «επίσημη» για τους κριτικούς και τους καλεσμένους πραγματοποιήθηκε την επομένη, όταν ήταν η σειρά της «εναλλάξ» ηθοποιού, η οποία ήταν η Γκέλυ Μαυροπούλου.
«Κανείς δεν πληροφορήθηκε πως έπαιζα κι εγώ στο έργο», έλεγε μετά λύπης η γνωστή ηθοποιός χρόνια αργότερα.
«Είναι μάγισσα»
Η παράσταση δεν πήγαινε καθόλου καλά και σε λιγότερο από ένα μήνα κατέβηκε.
Η Βουγιουκλάκη χαντακώθηκε κι αποχώρησε από το θίασο με τη ρετσινιά της «δύστροπης», της «γρουσούζας» και της «μάγισσας», αφού πολλοί συνάδελφοι θεωρούσαν πως η αποτυχία των έργων, που είχαν ανεβάσει οι δύο θίασοι, οφείλονταν στην ηθοποιό.
Φήμες μάλιστα έλεγαν, ότι μετά την αποχώρησή της από το θίασο, ο Μυράτ είχε φέρει παπά στο θέατρο για να αγιάσει και να ξορκίσει τη σκηνή, στην οποία είχε πατήσει η Βουγιουκλάκη. Ο Μυράτ από την πλευρά του δεν επιβεβαίωσε, αλλά ούτε και διέψευσε την πληροφορία.
Από τα τέλη του 1957 και έπειτα, παρά τα κουτσομπολιά γύρω από το όνομα της γνωστής ηθοποιού, άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για μια πολύ μεγάλη καριέρα.
Αντλήθηκε υλικό από το βιβλίο του Α. Μπουνιά «Η Αλίκη και οι Άλλη», εκδόσεις «ΕΥΡΩΠΡΕΣ»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιατί ο Δημήτρης Χορν μηδένισε τη Βουγιουκλάκη στις πτυχιακές. «Θα παρατήσω το θέατρο», ήταν η αντίδραση της Αλίκης, που είχε κερδίσει μια γενναιόδωρη κριτική από τον Λουντέμη…