Το 1958 η Αλίκη Βουγιουκλάκη έπαιξε στην ταινία «Χαρούμενοι αλήτες» στο πλευρό του Κούλη Στολίγκα, του Νίκου Ρίζου, του Διονύση Παπαγιαννόπουλου και του Θανάση Βέγγου. Υποδυόταν την την Αννούλα την οποία και ζητάει σε γάμο ο Τώνης, τον οποίο υποδυόταν ο Ηλίας Σταματίου.
Όπως είχε αναφέρει: «Όταν φθάσαμε πάνω από το αεροδρόμιο των Χανίων είδα πλήθος κόσμου μαζεμένο. Τι έγινε, ρωτήσαμε. «Δυστύχημα»; Κανένας ούτε η συνοδός δεν ήξερε να μας πει. Μα όταν άνοιξαν οι πόρτες και βγήκα στη σκαλίτσα του αεροπλάνου, όλος εκείνος ο κόσμος χύθηκε απάνω μου και φώναζε και μ’αγκάλιαζε. Δεν μπορούσα να καταλάβω.
Ήταν δυνατόν; Πού με ήξεραν; Τι ήμουν; Σε μια στιγμή, η συνοδός άνοιξε με χίλιους κόπους δρόμο μέσα από τον κόσμο και έφτασε κοντά μου λαχανιασμένη αλλά ευτυχής: «Ξέρετε, μου είπαν ήλθαν για σας!»
Μ΄όλη μου την ταραχή δεν μπόρεσα να μην γελάσω για την διαφωτιστική πληροφορία. Αλλά, σε λίγο ένιωσα και μια απογοήτευση. Μια γριά κρητικιά με ζύγωσε και χτυπώντας τα χέρια της, έλεγε και ξαναέλεγε: «Καρώτο! Καρώτο!».
Γιατί με λέει «καρότο» είπα από μέσα μου. Κοκκινομάλλα δεν είμαι, το φόρεμά μου είναι πράσινο. Τι θα πει αυτό; Κομπλιμέντο είναι ή…;
Μα εκείνη έλεγε και ξαναέλεγε τη μυστηριώδη λέξη. Ώσπου ξαφνικά, κατάλαβα: Το «καρώτο» δεν ήταν παρά μια αναφώνηση «Χαρώ το! Χαρώ το!» (Να το χαρώ).
Φωτίστηκα, ησύχασα και φίλησα την αγαθή γριούλα που εξακολουθούσε να με…βρίζει!
Μα ακόμη πιο πολύ συγκινήθηκα το ίδιο το βράδυ στην πρεμιέρα. Έβρεχε, και λέγαμε απελπισμένοι πως δεν θα υπάρχουν ούτε εκατό άνθρωποι στον κινηματογράφο.
Και όταν φθάσαμε. .. Θεέ μου πως να το ξεχάσω! Όχι μόνο η αίθουσα ήταν κατάμεστη, αλλά και εκατοντάδες άνθρωποι στέκονταν έξω από τον κινηματογράφο, κάτω απ’τη βροχή, περιμένοντας υπομονετικά ώρα και ώρα.
Ήταν τόση η συγκίνηση μου, που όταν βγήκα στη σκηνή με κόπο μπόρεσα να πω δύο λέξεις. Ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό μου, και χρειάσθηκε να βάλω όλη μου τη δύναμη για να κρατήσω τα δάκρυα μου.
Στο Ρέθυμνο μάλιστα είχαν στήσει αψίδες και ένιωσα για μια στιγμή υποψήφια βουλευτής σε προεκλογική περιοδεία. Μα πιο ωραίες ήταν οι μαντινάδες που γέροι και γριές σκάρωσαν στο άψε σβήσε:
«Άρα και που ‘θελε βρεθή
και που ‘θελε να λάχει
κόρη με τα ξανθά μαλλια
και μαυρα μάτια να ‘χει»
Και το γλέντι που έκαναν στα Χανιά και οι λεβεντόκορμοι που χόρευαν επάνω σε μπουκάλια. Και μέσα εκεί, να σηκωθώ και εγώ να χορέψω πεντοζάλι τρέμοντας να σταθώ δίπλα σε αυτούς τους «άσσους».
Οι Κρητικοί μάλιστα νόμιζαν λόγω του επιθέτου της ότι είναι κρητικιά και ίσως αυτός ήταν ένας επιπλέον λόγος που οι κρητικοί την υποδέχτηκαν τόσο θερμά.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Αλκίνοου Μπουνιά «Η Αλίκη και οι.. άλλοι»εκδόσεις: Ευρωπρες