Ο Μπαρτ Λάνκαστερ υπήρξε ένας από τους πιο επιτυχημένους Αμερικανούς ηθοποιούς. Έκανε καριέρα στο Χόλιγουντ, παίζοντας συνήθως τον ρόλο του «σκληρού», αλλά γοητευτικού άντρα.
Παρά τον χαρακτηρισμό «ο κύριος μύες και δόντια» που του απέδωσαν στα πρώτα επαγγελματικά του βήματα, ο Λάνκαστερ απέδειξε το ταλέντο του σε πολλές ταινίες που άφησαν εποχή.
Πρώτα χρόνια
Ο Μπάρτον Στέφεν Λάνκαστερ γεννήθηκε το 1913 στη Νέα Υόρκη από προτεστάντες γονείς της αστικής τάξης. Σύμφωνα με το γενεαλογικό του δέντρο, το επώνυμό του προέρχεται από το «De Lancastre» των Γάλλων προγόνων του, οι οποίοι τον 11ο αιώνα μετανάστευσαν στην Αγγλία και έπειτα στην Ιρλανδία.
Ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά του ταχυδρόμου Τζέιμς Λάνκαστερ και της Ελίζαμπεθ Ρόμπερτς. Όσο ο πατέρας έλειπε από το σπίτι για δουλειές, η μητέρα επιμελούνταν την ανατροφή των παιδιών.
Ήταν αρκετά επίμονη σε θέματα ηθικής και προσπαθούσε να τους κάνει ειλικρινείς και αξιόπιστους νέους, αλλά όπου δεν έπιπτε λόγος, έπιπτε ράβδος.
Κάθε φορά που τα παιδιά παρέκκλιναν από την συμπεριφορά που η ίδια απαιτούσε, τα χτυπούσε. Ο Μπάρτον και τα αδέρφια του από μικρή ηλικία έκαναν διάφορες δουλειές, προκειμένου να συνεισφέρουν στα έσοδα της οικογένειας. Καθάριζαν τους δρόμους από το χιόνι, πωλούσαν εφημερίδες στη γειτονιά και γυάλιζαν τα παπούτσια των περαστικών.
Όταν άρχισε να φοιτά στο δημόσιο σχολείο της περιοχής του, ο Μπάρτον ανακάλυψε ότι είχε κλίση προς τη γραφή και την ανάγνωση.
Άρχισε να διαβάζει βιβλία από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Νέας Υόρκης και μέχρι την ηλικία των 14 ετών, σχεδόν όλη η βιβλιογραφία που ήταν κατάλληλη για την ηλικία του, είχε περάσει από τα χέρια του. Ωστόσο, ο Μπάρτον ή Μπαρτ όπως τον αποκαλούσαν, έπαιζε και με τα παιδιά της γειτονιάς και γυμναζόταν, σε δρόμους και πάρκα.
Η ορφάνια
Στα 15 του χρόνια έμεινε ορφανός από μητέρα, αλλά δεν έχασε το κουράγιο του.
Τελείωσε το σχολείο και κέρδισε υποτροφία στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Παράλληλα βρήκε δουλειά ως ακροβάτης σε τσίρκο, μαζί με τον παιδικό του φίλο και μετέπειτα ηθοποιό Νικ Κραβάτ.
Στο νούμερο με την ονομασία «Λανγκ και Κραβάτ» που παρουσίαζαν, ο Μπαρτ ξεχώριζε για τη μυϊκή του δύναμη. Σύντομα παράτησε τις σπουδές του για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη δουλειά.
Ένας σοβαρός τραυματισμός στο δεξί του χέρι όμως, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την ακροβασία και να αναζητήσει νέα καριέρα.
Στρατός και καριέρα
Το 1942 ο Μπαρτ Λάνκαστερ κατατάχθηκε στον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και αποτέλεσε μέλος της United Service Organization. Αυτός ήταν ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που εμψύχωνε τους στρατιώτες κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να μην χάσουν το ηθικό τους. Ο Λάνκαστερ μαζί με μια επιλεγμένη ομάδα ανθρώπων, τους ψυχαγωγούσε παρουσιάζοντας διάφορα σκετς.
Παρόλο που ποτέ δεν είχε βλέψεις να γίνει ηθοποιός, επιστρέφοντας από τον πόλεμο πήγε στην ακρόαση της θεατρικής παράστασης του Χάρι Μπράουν «A Sound of Hunting». Ο ρόλος που πήρε δεν του εξασφάλισε την επιτυχία, καθώς το έργο δέχθηκε κακές κριτικές και αποσύρθηκε από τη θεατρική σκηνή λίγο μετά την πρώτη του προβολή.
Όμως ένας ατζέντης του Χόλιγουντ, ο Χάρολντ Χεχτ, εκτίμησε πως ο Λάνκαστερ θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν σπουδαίο ηθοποιό. Διέθετε υποκριτικό ταλέντο και σκηνική παρουσία που καθήλωνε. Ήταν ψηλός, καλογυμνασμένος, με ωραίο χαμόγελο και φωτεινά μπλε μάτια.
Ο ατζέντης μεσολάβησε, ώστε να του δώσουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Οι Δολοφόνοι» (The Killers) του 1946, πλάι στην ηθοποιό Άβα Γκάρντνερ. Η ταινία απέσπασε θετικά σχόλια και χάρισε στον Λάνκαστερ μια καλή εκκίνηση στο δύσκολο χώρο της ηθοποιίας. Έκτοτε πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες που σημείωσαν επιτυχία.
Μία από αυτές είναι και το «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» (From Here To Eternity) του 1953, με συμπρωταγωνίστρια την Ντέμπορα Κερ.
Η σκηνή μάλιστα που κάνουν φιλιούνται σε μια παραλία της Χαβάης έχει χαρακτηριστεί από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου ως μια από τις θρυλικότερες ερωτικές σκηνές όλων των εποχών.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, απέκτησε τη δική του εταιρεία παραγωγής με συνεργάτη τον ατζέντη του, Χάρολντ Χεχτ.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ταινιών της Hecht-Lancaster Productions, είναι το «Μάρτι», που βραβεύτηκε με όσκαρ καλύτερης ταινίας το 1955, το «Τόπο στα νιάτα» με τη Μπέτι Ντέιβις και το «Χωριστά τραπέζια». Η μεγάλη καταξίωση για τον Μπαρτ Λάνκαστερ ήρθε το 1960. Εκείνη τη χρονιά κέρδισε το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου, τη χρυσή σφαίρα και το βραβείο κριτικών Νέας Υόρκης για την ταινία «Είμαστε Διεφθαρμένοι» (Elmer Gantry).
Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να εμφανίζεται σε ταινίες, μέχρι που ένα καρδιακό πρόβλημα τον ανάγκασε σιγά σιγά να αποσυρθεί από τον χώρο του κινηματογράφου. Τον Οκτώβριο του 1994, ο Λάνκαστερ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.