Το 2012, ο σκηνοθέτης Κουέντιν Ταραντίνο σκηνοθέτησε ένα διαφορετικό γουέστερν.
Πρωταγωνιστής δεν ήταν ένας σκληροτράχηλος λευκός, αλλά ένας μαύρος, πρώην σκλάβος με φανταχτερό μπλε κουστούμι.
Το όνομά του ήταν Τζάνγκο και τον υποδύθηκε ο Τζέιμι Φοξ.
Ο Τζάνγκο απελευθερώνεται στην αρχή της ταινίας από τον Γερμανό κυνηγό κεφαλών, Δρ. Κινγκ Σουλτζ, ο οποίος του προτείνει να συνεργαστούν.
Μετά από μερικούς μήνες, όταν ο Τζάνγκο έχει μάθει την τέχνη του «κυνηγού κεφαλών», κανονίζουν με τον Σουλτζ να βρουν τη σύζυγό του, από την οποία τον είχαν χωρίσει, ως τιμωρία.
Η Μπρουνχίλντα, η σύζυγος του Τζάνγκο, έχει πουληθεί σε μία φυτεία, που φημίζονταν για την σκληρότητά του ιδιοκτήτη της, Κάλβιν Κάντι.
Το σενάριο της ταινίας ήταν του Ταραντίνο.
Επέλεξε τον Φοξ για τον πρώτο ρόλο επειδή ήταν αστείος και μπορούσε να προσδώσει την απαραίτητη ειρωνεία στις ατάκες του σεναρίου.
Ο επόμενος μεγάλος ρόλος που έπρεπε να ενσαρκωθεί ήταν αυτός του κακού, του λευκού «αφεντικού».
Αρχικά, ο Ταραντίνο φανταζόταν τον Κάλβιν Κάντι ως έναν ηλικιωμένο άντρα, αλλά όταν έμαθε ότι ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο ενδιαφερόταν για τον ρόλο, μετέτρεψε τον χαρακτήρα σε ένα είδος «νεαρού, κακομαθημένου Ρωμαίου αυτοκράτορα».
Φαντάστηκε έναν Καλιγούλα, που έχει μεγαλώσει μέσα στα πλούτη και την εξουσία.
Ο Ντι Κάπριο ήταν εξαιρετική επιλογή για τον ρόλο, αν και αρχικά δεν ένιωθε άνετα με τα λόγια του.
Έπρεπε να πει πολλές φορές τη λέξη «nigger» (νέγρος), που θεωρείται φοβερά προσβλητική στην Αμερική, ακριβώς γιατί ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσαν οι λευκοί, όταν αναφέρονταν στους μαύρους σκλάβους.
Την πρώτη μέρα των γυρισμάτων, επειδή ο Ντι Κάπριο δίσταζε να μιλήσει έτσι στους συμπρωταγωνιστές του, τους μαύρους Τζέιμι Φοξ και Σάμιουελ Τζάκσον, ανέλαβαν οι ίδιοι να τον ενθαρρύνουν: «Λοιπόν, αυτή είναι άλλη μια Τρίτη για εμάς, όπως όλες οι άλλες. Πες τα, να τελειώνουμε»!
Τελικά, μπήκε στο πετσί του ρόλου και το απέδειξε στην πιο σημαντική σκηνή για τον χαρακτήρα του.
Όταν ο Κάλβιν Κάντι μαθαίνει ότι ο Τζάνγκο και ο Δρ Σουλτζ τον έχουν κοροϊδέψει, γίνεται έξαλλος και αρχίζει να φωνάζει.
Κάποια στιγμή, χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι, σπάει κατα λάθος ένα ποτήρι και κόβεται από τα γυαλιά.
Το χτύπημα ήταν αρκετά σοβαρό και αργότερα χρειάστηκε πολλά ράμματα, αλλά εκείνη τη στιγμή, ο ηθοποιός δεν αντέδρασε.
«Ήταν πιο ενδιαφέρον να βλέπω την αντίδραση του Κουέντιν και του Τζέιμι πίσω απ’ την κάμερα, απ’ το να κοιτάω το χέρι μου», δήλωσε.
Ο Ντι Κάπριο άφησε το αίμα να τρέχει και το γύρισμα συνεχίστηκε. Μάλιστα το χρησιμοποίησε, αλείφοντάς το πάνω στο πρόσωπο της τρομοκρατημένης Μπουνχίλντα.
Όταν ολοκλήρωσε τη σκηνή, όλοι οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί που παρακολουθούσαν, σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκρότησαν.
Ασφαλώς, αυτή ήταν η λήψη που συμπεριέλαβε στην ταινία ο Ταραντίνο.
Το αίμα που βλέπουμε στις οθόνες μας είναι το πραγματικό αίμα του Ντι Κάπριο.