Το Reservoir Dogs ήταν η πρώτη κινηματογραφική ταινία του σκηνοθέτη Κουέντιν Ταραντίνο.
Ετοίμαζε το σενάριο, όσο δούλευε σε ένα βίντεο κλαμπ και σκόπευε να γυρίσει την ταινία με δική του κάμερα.
Δεν υπήρχε καμία ελπίδα να συμμετέχει στο έργο κάποιος διάσημος ηθοποιός, καθώς ο προϋπολογισμός δεν ξεπερνούσε τα 30 χιλιάδες δολάρια, δηλαδή σχεδόν μηδενικό για τα μπάτζετ του Χόλιγουντ.
Για καλή του τύχη, το σενάριο έφτασε στα χέρια της συζύγου του ηθοποιού, Χάρβεϊ Καϊτέλ.
Εκείνη το διάβασε, εντυπωσιάστηκε και το έδωσε στον άντρα της, ο οποίος συμφώνησε να γίνει συμπαραγωγός της ταινίας με τον Ταραντίνο.
Έτσι άρχισε να καταφτάνουν μεγάλα χολιγουντιανά ονόματα για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, όπως ο Τιμ Ροθ, ο Μάικλ Μάντσεν κι ο Στιβ Μπουσέμι, που ο σκηνοθέτης δεν τα είχε φανταστεί ούτε στα πιο τρελά του όνειρα.
Η ταινία έδειχνε τι συνέβη πριν και μετά από μια μεγάλη ληστεία διαμαντιών, που είχαν οργανώσει οχτώ εγκληματίες.
Ο Μάικλ Μάντσεν πρωταγωνιστεί σε μία από τις σκληρότερες και πιο βίαιες σκηνές της ταινίας, που έγιναν σήμα κατατεθέν του στυλ Ταραντίνο.
Στο έργο υποδύεται τον «Mr. Blonde», ο οποίος κατηγορείται απ’ τους συνεργάτες του ότι σκότωσε χωρίς λόγο πολλούς αθώους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ληστείας.
Τον αποκαλούν «ψυχοπαθή», αλλά παρ’ όλα αυτά τον αφήνουν μόνο του με τον αστυνομικό Μάρβιν Νας, τον οποίο είχαν πάρει ως όμηρο.
Αρχικά τον βασανίζουν για να πάρουν πληροφορίες, αλλά όταν ο αστυνομικός επιμένει ότι δεν γνωρίζει τίποτα, ο Mr. Blonde συνεχίζει τα βασανιστήρια για την προσωπική του ευχαρίστηση.
Ο Ταραντίνο γύρισε την σκηνή τέσσερις φορές. Κάθε λήψη ήταν και διαφορετική.
Στο σενάριο έγραφε ότι ο Mr. Blonde βάζει μουσική, συγκεκριμένα το «Stuck in the middle with you» των Stealers Wheel, και χορεύει με μανία.
Ο Μάντσεν δήλωσε ρητά ότι δεν ήταν καλός χορευτής και ρωτούσε συνεχώς τον Ταραντίνο τι κινήσεις ήθελε να κάνει.
Ο σκηνοθέτης πάντα τον καθησύχασε, απαντώντας: «Θα δούμε όταν έρθει η μέρα του γυρίσματος».
Τελικά δεν έδωσε ποτέ ρητές οδηγίες για τον χορό και ο Μάντσεν έκανε μερικά χορευτικά βήματα, χωρίς όμως να χορέψει «με μανία».
Έτσι κι αλλιώς την προσοχή του κοινού τράβηξε το ξυράφι στο χέρι του Mr. Blonde, ο οποίος ετοιμάζεται να κόψει το αυτί του αστυνομικού.
https://youtu.be/ye7x3jbi_TE
Στις πρώτες λήψεις, η κάμερα ακολουθούσε τις κινήσεις και τα βασανιστήρια του ομήρου.
Στην τέταρτη λήψη όμως, ο Ταραντίνο άφησε την κάμερα να απομακρυνθεί και όσο ο Mr. Blonde κόβει το αυτί, ο θεατής βλέπει τον τοίχο στα αριστερά του.
Στην επόμενη σκηνή δείχνει τον βασανιστή να κρατάει στο χέρι του το κομμένο αυτί.
Δεν υπήρχε καμία οδηγία στο σενάριο για το τι έπρεπε να κάνει ο ηθοποιός.
Σε συνέντευξή του, ο Μάικλ Μάντσεν δήλωσε πως ο Ταραντίνο του φώναζε πίσω απ’ την κάμερα, να πετάξει το αυτί μακριά.
Ο Μάντσεν τον αγνόησε και συνέχισε να κρατά το αυτί στο χέρι του.
Ατάραχος, ρωτά τον αστυνομικό αν απόλαυσε εξίσου την εμπειρία και στη συνέχεια, φέρνει το αυτί στο στόμα του και προσποιείται ότι του μιλάει, σαν να ήταν γουόκι τόκι.
Ήταν μία κίνηση που αυτοσχεδίασε ο Μάικλ Μάντσεν εκείνη τη στιγμή και ταίριαξε απόλυτα με τον «ψυχοπαθή» χαρακτήρα που υποδυόταν.
Ο Ταραντίνο, που ήταν πάντα ανοιχτός στις προτάσεις των συνεργατών του, ενθουσιάστηκε με τον αυτοσχεδιασμό και τον συμπεριέλαβε στην ταινία.
Η σκηνή ήταν τόσο βίαιη που πολλοί θεατές γύριζαν αλλού το βλέμα.
Ένας από αυτός ήταν και ο μετρ των θρίλερ, ο Γουές Κρέιβεν, ο οποίος αποχώρησε από την κινηματογραφική αίθουσα μόλις είδε το κομμένο αυτί.
Μόλις βγήκε, τον σταμάτησε ένας νεαρός και τον ρώτησε ενθουσιασμένος: «Είστε ο σκηνοθέτης Γουές Κρέιβεν»;
Ο Κρέιβεν απάντησε καταφατικά και ο νεαρός συνέχισε: «Φεύγετε γιατί δεν αντέχετε τη βία;»
Ο Κρέιβεν είπε ναι. «Μόλις τρόμαξα τον Γουές Κρέιβεν», αναφώνησε τότε ο νεαρός, που δεν ήταν άλλος απ’ τον Κουέντιν Ταραντίνο!