«Η πίστη είναι ένα μαρτύριο. Είναι σαν να αγαπάς κάποιον που βρίσκεται έξω στο σκοτάδι, αλλά ποτέ δεν εμφανίζεται, ανεξάρτητα του πόσο απεγνωσμένα τον καλείς».
Με αυτά τα λόγια περιέγραψε στην αυτοβιογραφία του ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν το αναπάντητο ερώτημα της ύπαρξης του Θεού και το δίλημμα των ανθρώπων να πιστεύουν σε κάτι ανώτερο που δεν αποδεικνύεται με τη λογική.
Με την καλύτερη ίσως, ταινία του την «Έβδομη Σφραγίδα», ο σκηνοθέτης προσπάθησε να βρει μια λύση, κυρίως, στα δικά του υπαρξιακά ζητήματα που τον απασχολούσαν.
Το σκάκι με τον Θάνατο
Τον 14ο αιώνα, ο ιππότης Αντόνιο Μπλοκ επιστρέφει μετά από δέκα περίπου χρόνια στις Σταυροφορίες, στην πατρίδα του, τη Σουηδία, η οποία μαστίζεται από την πανούκλα.
Μόλις ο ιππότης καταφθάνει μαζί με τον ιπποκόμο του, Γιονς, εμφανίζεται μπροστά τους ένας μαυροφορεμένος άνδρας, με παγωμένο πρόσωπο.
Είναι η προσωποποίηση του Θανάτου.
Ο Θάνατος ενημερώνει τον Αντόνιο ότι ήρθε για να τον πάρει.
Ο ιππότης, που επιθυμεί να δει τη γυναίκα του, αντιστέκεται και του προτείνει μια εναλλακτική λύση.
Να παίξουν σκάκι.
Αν κερδίσει, ζει. Αν χάσει, πεθαίνει.
Ο Θάνατος αποδέχεται την πρόκληση, και με τα μαύρα κομμάτια που «τυχαία» επιλέχθηκε να παίξει, αρχίζουν μια παρτίδα «Ζωής και Θανάτου».
Ο κινηματογραφικός «Χορός του Θανάτου»
Φυσικά, το παιχνίδι διακόπτεται αρκετές φορές μέχρι να αναδειχτεί ο τελικός νικητής.
Όταν ο Αντόνιο Μπλοκ δεν συνεχίζει την παρτίδα με τον Θάνατο, έρχεται σε επαφή με τους χωρικούς που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, για να αποφύγουν τη θανατηφόρα αρρώστια.
Σε μία περιπλάνησή τους, σώζουν και μια νεαρή κοπέλα από έναν βιαστή.
Η ιστορία, ωστόσο, δεν επικεντρώνεται μόνο στο σκάκι.
Ένα ζευγάρι παντρεμένων αποτελεί το δεύτερο «κομμάτι» της υπόθεσης, που συναντιέται με τον ιππότη.
Η τελευταία πράξη του δράματος έρχεται και με το τέλος της παρτίδας.
Ο Αντόνιο φυσικά είναι καταδικασμένος να χάσει.
Ο Θάνατος είναι αναπόφευκτος.
Μαζί του παίρνει και τους μολυσμένους από την πανούκλα χωρικούς.
Τον «Χορό του Θανάτου» βλέπει από απόσταση το παντρεμένο ζευγάρι, το οποίο ο Αντόνιο είχε καταφέρει να ξεγελάσει για λίγο τον μαυροφορεμένο άνδρα, για να τους σώσει.
Στην κορυφή ενός λόφου, ο Θάνατος με το δρεπάνι του χορεύει ένα ακόμη χορό, που είναι ο τελευταίος γι αυτούς που τον ακολουθούν.
Ο αυτοσχεδιασμός και τα υπαρξιακά προβλήματα
Για την απόκοσμη σκηνή του «Χορού», η οποία αποτελεί μία από τις εμβληματικότερες της ταινίας, ο Μπέργκμαν αυτοσχεδίασε.
Τα γυρίσματα μόλις είχαν ολοκληρωθεί, όταν ο σκηνοθέτης παρατήρησε τον σχεδιασμό ενός σύννεφου και αποφάσισε να ξαναγυρίσει την τελευταία σκηνή.
Οι ηθοποιοί ντύθηκαν για άλλη μια φορά και αυτοσχεδίασαν για δύο λεπτά. Μία λήψη ήταν αρκετή για να αλλάξει και το τέλος της ταινίας.
Η «Έβδομη Σφραγίδα» προβλήθηκε το 1957 στη Σουηδία και απέσπασε το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών το ίδιο έτος.
Το σενάριο βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Μπέργκμαν «Ζωγραφιά στο Ξύλο», που έγραψε το 1954 ως άσκηση για τους φοιτητές της δραματικής σχολής του Μάλμε.
Ξεκίνησε να γράφει την υπόθεση της ταινίας κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του σε νοσοκομείο, ύστερα από έναν έντονο στομαχόπονο που τον ταλαιπωρούσε.
Χρειάστηκε, βέβαια, να το αλλάξει αρκετές φορές, μέχρι να πάρει έγκριση για την έναρξη του γυρίσματος.
Ο τίτλος του έργου προήλθε από μία φράση στο βιβλίο της Αποκάλυψης του ευαγγελιστή Ιωάννη, ενώ το περιεχόμενο της ταινίας αναφέρεται σε υπαρξιακά προβλήματα που πάντα «βασάνιζαν» την ανθρωπότητα.
Ανάμεσα σε αυτά ήταν η αντιμετώπιση του θανάτου, η ανεπαρκής εξήγηση που δίνει η θρησκεία για τον ανθρώπινο πόνο, η πλήρης απουσία απτής απόδειξης ότι υπάρχει Θεός, η υπόνοια μια πίστης που φοβάται και δεν σέβεται τον Θεό, αλλά και ο ρόλς των επίγειων εκπροσώπων του Θεού, που συχνά χειραγωγούν τους πιστούς.
Η ταινία που έκανε τον Μπέργκμαν να πιστέψει στον Θεό
Ο Μπέργκμαν μεγάλωσε δίπλα στον αυστηρό πατέρα του και έμαθε να φοβάται τον Θεό, αφού τον είχε συνδέσει με την έννοια της τιμωρίας και του πόνου.
Στην αυτοβιογραφία του, «The Magic Lantern», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: » ήμουν αναγκασμένος να πω στον πατέρα μου πόσα χτυπήματα άξιζα για την αμαρτία μου. Έπειτα φιλούσα το χέρι του πατέρα μου, η συγχώρεση αρχόταν και το βάρος της αμαρτίας έφευγε».
Οι θρησκευτικές διδαχές και ο φόβος του θανάτου που ανέπτυξε κατά την παιδική του ηλικία τον οδήγησαν στην υπαρξιακή αναζήτηση του Θεού.
Η απουσία μιας ξεκάθαρης απόδειξης τρομοκρατούσε τον σκηνοθέτη που ανέφερε στο βιβλίο του «Images» : «Το γεγονός ότι μετά τον θάνατο θα πάψω να υπάρχω, θα περάσω μέσα από μια σκοτεινή πύλη, όπου θα υπάρχει κάτι που δεν θα μπορώ να ελέγξω, προγραμματίσω ή προβλέψω, είναι για μένα μια πηγή συνεχούς τρόμου».
Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Μπέργκμαν δήλωσε ότι άρχισε να πιστεύει στον Θεό.
Ίσως αυτό να ήταν και μία μορφή κάθαρσης.
Διαβάστε στη «ΜτΧ»: Ο σκηνοθέτης που λάτρευε τον Χίτλερ και τα ψέματα. Γιατί προσπάθησε να κάψει τη νεογέννητη αδελφή του. Πώς καλλιεργήθηκε ο μύθος του ιδιοφυούς οραματιστή. Ίνγκμαρ Μπέργκμαν …