Ο Αμερικανός σχολιαστής Τζον Ποντχόρετζ την χαρακτήρισε ως «μία από τις καλύτερες ταινίες που έγιναν ποτέ – και σίγουρα την καλύτερη της δεκαετίας». Προβλήθηκε το 2006 και αποτελεί αριστούργημα του γερμανικού κινηματογράφου. To 2007 κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ο λόγος για το πολιτικό θρίλερ «Οι ζωές των άλλων», το οποίο σκηνοθέτησε ο Γερμανός Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνεσμαρκ.
Η υπόθεση διαδραματίζεται το 1984 στο ανατολικό Βερολίνο, όπου 100.000 υπάλληλοι και 200.000 κατάσκοποι του Υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας (Στάζι) παρακολουθούν τους πολίτες. Πρωταγωνιστής ήταν ο ηθοποιός Ούλριχ Μίχε, ο οποίος υποδυόταν τον αξιωματούχο της Στάζι , Γκερντ Βίσλερ που κλήθηκε να παρακολουθήσει ένα ζευγάρι διάσημων καλλιτεχνών.
Ο Μίχε δεν δυσκολεύτηκε να μπει στον ρόλο του, καθώς είχε ζήσει από κοντά το καθεστώς της εποχής. Γεννήθηκε στην ανατολική Γερμανία και όταν πήγε στρατό, θήτευσε ως συνοριοφύλακας στο τείχος του Βερολίνου.
Τον Νοέμβριο του 1989 συμμετείχε σε πολλές διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος και όπως ανακάλυψε μετά την επανένωση της Γερμανίας, ήταν και ο ίδιος στόχος της Στάζι.
Ανάμεσα στους ανθρώπους που τον παρακολουθούσαν ήταν συνάδελφοί του από το θέατρο και η δεύτερη σύζυγός του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που βρήκε, η σύζυγός του ήταν επί μια δεκαετία πληροφοριοδότης του υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας, αν και η ίδια δεν το παραδέχτηκε ποτέ.
Η ταινία κόστισε δύο εκατομμύρια δολάρια και τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο Βερολίνο. Η πρώτη σκηνή γυρίστηκε στην φυλακή Hohenschönhausen, η οποία ανήκε στη Στάζι από τη δεκαετία του ’50. Είχε 200 κελιά και δωμάτια ανάκρισης. Εκεί φυλακίστηκαν πολιτικοί κρατούμενοι και όσοι προσπάθησαν να εγκαταλείψουν την ανατολική Γερμανία.
Οι κρατούμενοι υπέμεναν βασανιστήρια όπως στέρηση ύπνου, ψυχολογικό εκφοβισμό, απομόνωση και απειλές για την οικογένεια τους.
Η φυλακή λειτούργησε έως την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το 1992 μετατράπηκε σε μουσείο.
Όταν έπεσε το τείχος, οι υπάλληλοι της Στάζι κατέστρεψαν αρχεία, τα οποία βρέθηκαν το 1995 από τη γερμανική κυβέρνηση και επανασυναρμολογήθηκαν.
Όπως είχε αναφέρει ο σκηνοθέτης, «οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν ότι ο καλύτερός τους φίλος τους κατασκόπευε και ήταν προδότης».
Χρειάστηκε τρία χρόνια για να γράψει το σενάριο, το οποίο εμπνεύστηκε από τις ιστορίες που του έλεγαν οι γονείς του, που είχαν γεννηθεί στην ανατολική Γερμανία.
Εκείνος δεν είχε βιώσει το καθεστώς καθώς γεννήθηκε στην Κολωνία και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη.
Ωστόσο, θυμόταν τις επισκέψεις που έκανε με τους γονείς του στην ανατολική Γερμανία, όπου μπορούσε να αισθανθεί τον φόβο που ένιωθαν οι πολίτες.
Σπούδασε ρωσική φιλολογία στο Λένινγκραντ και έκανε κινηματογραφικές σπουδές στο Μόναχο.
Η αρχική ιδέα για μια ταινία σχετικά με τις παρακολουθήσεις πολιτών από τη Στάζι, του ήρθε όταν του ζητηθηκε να γράψει ένα σενάριο για κάποιο μάθημα της σχολής του.
Ενώ άκουγε μουσική, θυμήθηκε ότι κάποτε ο Ρώσος συγγραφέας, Μαξίμ Γκόρκι είχε πει πως το αγαπημένο τραγούδι του Λένιν ήταν το «Απασιονάτα» του Μπετοβεν, το οποίο ο μεγάλος συνθέτης είχε εμπνευστεί από το έργο «Τρικυμία» του Σαίξπηρ.
Όπως ανέφερε σε συνέντευξή του:
«Είχα αυτή την εικόνα στο μυαλό μου. Έναν άντρα να κάθεται σε ένα καταθλιπτικό δωμάτιο, με ακουστικά στο κεφάλι του. Υποτίθεται ότι ακούει τις σκέψεις του εχθρού του, ενώ στην πραγματικότητα ακούει μια όμορφη μουσική που τον αγγίζει».
Δείτε τη σχετική σκηνή: