Η ιδέα για την ξεκαρδιστική ταινία της βρετανικής κωμικής ομάδας Monty Python, με τίτλο «Life of Brian», προέκυψε στο Άμστερνταμ το 1976, ενώ διαφήμιζαν την προηγούμενη ταινία τους, «Οι Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης».
Σκέφτηκαν ότι κανείς κωμικός δεν είχε τολμήσει μέχρι τότε να σατιρίσει τον Χριστό.
Όταν όμως μελέτησαν τη διδασκαλία του, κατέληξαν ότι δεν μπορούσαν να κοροϊδέψουν τίποτα από όσα είχε πει.
«Δεν είναι ιδιαίτερα αστείος. Όσα λέει δεν είναι για κοροϊδία. Είναι πολύ σωστά!»
Όμως κατέληξαν ότι αυτοί που προκαλούσαν γέλια ήταν οι μετέπειτα Χριστιανοί, που ξέχασαν τελείως το νόημα της θρησκείας και μάλωναν μεταξύ τους, για αόριστες έννοιες που δεν είχαν καμία σημασία.
Έγραψαν το σενάριο στο νησί Μπαρμπέιντος, όπου έκαναν διακοπές.
Μαζί τους ήταν και ο ντράμερ των The Who, Κιθ Μουν, που προσπαθούσε να απεξαρτηθεί απ’ το αλκοόλ.
Του είχαν υποσχεθεί ένα ρόλο στην ταινία και ο ντράμερ ανυπομονούσε για τα γυρίσματα.
Δυστυχώς, πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών τον Σεπτέμβριο του 1976, χωρίς να παίξει στην ταινία.
Οι Monty Python αφιέρωσαν το σενάριο στον Μουν, που ήταν πολύ στενός τους φίλος.
Όπως ήταν φυσικό, μία χριστιανική σάτιρα ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνη.
Δυσκολεύτηκαν να βρουν χορηγούς και όσοι δέχονταν, μετά από λίγο άλλαζαν γνώμη και ακύρωναν τη συμφωνία.
Τελικά, την κατάσταση έσωσε ο Τζορτζ Χάρισον απ’ τους Beatles, που ήταν μεγάλος θαυμαστής των Monty Python και δέχτηκε να χρηματοδοτήσει ο ίδιος όλη την παραγωγή.
Έβαλε σε υποθήκη το σπίτι και το στούντιό του στο Λονδίνο και τους έδωσε 4 εκατομμύρια λίρες.
Όταν τον ρώτησαν γιατί έδωσε τόσα πολλά χρήματα, απάντησε ότι απλά ήθελε πάρα πολύ να δει την ταινία.
Οι Monty Python συνήθιζαν να λένε ότι πλήρωσε το ακριβότερο εισιτήριο κινηματογράφου που υπήρξε ποτέ.
Οι αυτοσχεδιασμοί και οι κομπάρσοι
Μία από τις πιο ξεκαρδιστικές στιγμές των γυρισμάτων ήταν στη σκηνή του Πόντιου Πιλάτου, που επαναλαμβάνει τα αστεία ρωμαϊκά ονόματα, όπως το «Biggus Dickus», που στα αγγλικά σημαίνει μεγάλο πέος.
Στο έργο, ο Πιλάτος προσπαθεί να κάνει τους λεγεωνάριους να γελάσουν, έτσι ώστε να τους τιμωρήσει για την αυθάδειά τους.
Τα γέλια τους όμως ήταν πέρα για πέρα αληθινά.
Είχαν πει στους κομπάρσους που έπαιζαν τους λεγεωνάριους ότι έπρεπε να μείνουν σοβαροί και αν γελούσαν, δεν θα πληρώνονταν.
Δεν ήξεραν όμως τι ακριβώς θα έλεγαν οι ηθοποιοί, καθώς τα περισσότερα από τα αστεία που μπήκαν στην ταινία ήταν αυτοσχεδιασμοί της στιγμής.
Έτσι, ο Μάικλ Πέιλιν, ο ηθοποιός που ενσάρκωσε τον Πόντιο Πιλάτο, προσπαθούσε να κάνει τους ηθοποιούς να γελάσουν πραγματικά και τα κατάφερε.
Ένας άλλος κομπάρσος κατάφερε να γίνει «κανονικός» ηθοποιός, όταν αυτοσχεδίασε μία ατάκα και εντυπωσίασε τους Monty Python.
Στη σκηνή όπου ο Μπράιαν προσπαθεί να πείσει τον κόσμο ότι είναι «όλοι διαφορετικοί», ένας άντρας απαντά ήρεμα: «Εγώ δεν είμαι».
Τα λόγια του κομπάρσου ήταν μία έμπνευση της στιγμής η οποία ταίριαξε τόσο ωραία με τη σκηνή, που μπήκε στην ταινία.
Εκείνη την ημέρα, ο κομπάρσος πληρώθηκε ως ηθοποιός, γιατί τεχνικά είχε «ομιλούντα ρόλο».
Ο «γυμνός» τρόμος των Μαροκινών γυναικών
Σε μία από τις σκηνές, ο πρωταγωνιστής Γκράχαμ Τσάπμαν, που υποδύεται τον Μπράιαν, εμφανίζεται γυμνός στο παράθυρο του σπιτιού του.
Στο γύρισμα, προέκυψαν δύο προβλήματα.
Πρώτον, όπως παρατήρησε ο σκηνοθέτης Τέρι Τζόουνς, Ο Τσάπμαν «δεν ήταν Εβραίος», δηλαδή δεν είχε περιτομή.
Το πρόβλημα διορθώθηκε με ένα λαστιχάκι, που χρησιμοποιήθηκε προσωρινά.
Το δεύτερο πρόβλημα προέκυψε, όταν ο Τσάπμαν εμφανίστηκε γυμνός μπροστά στους δεκάδες κομπάρσους και συνειδητοποίησε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν γυναίκες.
Όχι μόνο γυναίκες, αλλά μουσουλμάνες από το Μαρόκο, όπου γίνονταν τα γυρίσματα.
Καμία δεν αντέδρασε ψύχραιμα στη θέα ενός άγνωστου γυμνού άντρα.
«Όταν άνοιξα το παράθυρο, το μισό πλήθος άρχισε να τρέχει μακριά και να ουρλιάζει. Με επηρέασε μέχρι τα έγκατα της ψυχής μου», είπε αργότερα χιουμοριστικά, ο ηθοποιός.
Όταν η ταινία άρχισε να προβάλλεται στους κινηματογράφους, προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις από θρησκευτικές κοινότητες κάθε δόγματος.
Καθολικοί, ορθόδοξοι, προτεστάντες, ευαγγελιστές και Εβραίοι, την αποδοκίμασαν.
Ο Τζον Κλις, ένα από τα μέλη των Monty Python, σχολίασε αστειευόμενος ότι με την ταινία «τους ένωσαν όλους για πρώτη φορά μετά από 2000 χρόνια!»