28 Μαρτίου 1941. Η Βιρτζίνια Γουλφ, φεύγει από το σπίτι της και κατευθύνεται προς τον ποταμό Ουζ. Γεμίζει τις τσέπες του παλτού της με πέτρες και βουλιάζει στα παγωμένα νερά του ποταμιού. Το σώμα της βρέθηκε τρεις εβδομάδες αργότερα και ο σύζυγός της την θάβει κάτω από ένα δέντρο, στον κήπο του σπιτιού τους στο Σάσεξ.
Πριν αυτοκτονήσει η συγγραφέας, που προσπαθούσε να χειριστεί τη μανιοκατάθλιψή της, άφησε δύο σημειώματα. Ένα στην αδερφή της, Βανέσα Μπελ και ένα στον σύζυγό της, Λέοναρντ. Ακόμη και πριν το θάνατό της, έγραψε μία αριστουργηματική πρόζα.
«Δεν νομίζω ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι από όσο ήμασταν εμείς»
Τα δύο σημειώματα που άφησε η Βιρτζίνια, υποδείκνυαν ότι η συγγραφέας θα αυτοκτονούσε, αλλά δεν έλεγαν πότε ή πού. Στον σύζυγό της, έγραψε ένα συγκινητικό αντίο.
«Αγαπημένε μου,
Αισθάνομαι σίγουρη ότι τρελαίνομαι ξανά.
Νιώθω ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε ακόμη μία από τις φοβερές στιγμές.
Και δεν θα συνέλθω αυτή τη φορά. Αρχίζω να ακούω φωνές και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.
Γι’ αυτό κάνω αυτό που φαίνεται να είναι καλύτερο για όλους μας.
Μου χάρισες τη μέγιστη δυνατή ευτυχία.
Ήσουν με κάθε τρόπο όλα αυτά που κανείς δεν θα μπορούσε να είναι.
Δεν γνωρίζω δύο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε αυτή η αρρώστια.
Δεν μπορώ να το παλέψω άλλο.
Ξέρω ότι σου χαλώ τη ζωή, που χωρίς εμένα θα μπορούσες να κάνεις.
Και το ξέρεις πως το ξέρω.
Βλέπεις, ούτε σωστά δεν μπορώ να γράψω. Δεν μπορώ να διαβάσω.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι χρωστάω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε εσένα.
Υπήρξες ολότελα υπομονετικός μαζί μου και απίστευτα καλός.
Θέλω να το πω αυτό- όλοι το γνωρίζουν.
Αν κάποιος μπορούσε να με σώσει, αυτός θα ήσουν εσύ.
Όλα έχουν χαθεί για εμένα πέρα από τη βεβαίωση της καλοσύνης σου.
Δεν μπορώ να συνεχίσω να σου χαλώ τη ζωή.
Δεν νομίζω ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι από όσο ήμασταν εμείς».
Η παρερμήνευση του σημειώματος της Βιρτζίνια
Το πτώμα της Βιρτζίνια Γουλφ βρέθηκε στις 18 Απριλίου 1941.
Η συγγραφέας και δοκιμιογράφος υπέφερε από νεανικά της χρόνια με κατάθλιψη.
Μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου της μυθιστορήματος, υποτροπίασε για άλλη μια φορά. Η κατάσταση της χειροτέρεψε με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς το σπίτι της στο Λονδίνο καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς και η ίδια ανησυχούσε για τον άντρα της που είχε εβραϊκή καταγωγή και ήταν στόχαστρο των Ναζί.
Μόλις ένα μήνα μετά την κηδεία της Γουλφ και την δημοσιοποίηση του τελευταίου σημειώματος της, μία σκληρή κριτική δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Sunday Times».
Η γυναίκα του επισκόπου του Λίνκον κατέκρινε την αυτοχειρία της Γουλφ, θεωρώντας την αδύναμη και όχι «ευαίσθητη ψυχή» όπως την χαρακτήριζαν τα συγγενικά της πρόσωπα.
Συνέχισε αναφέροντας πως πάρα πολλοί άνθρωποι είναι ευαίσθητοι, αλλά δεν σταματούν να παλεύουν και να συμμετέχουν «στη μάχη του Θεού κατά του Διαβόλου».
Πικραμένος ο Λέοναρντ, προσπάθησε να υπερασπιστεί τη γυναίκα του μετά την αυτοκτονία της, όμως τα λόγια του παρερμηνεύτηκαν ακόμη περισσότερο.
Υποστήριξε πως η Βιρτζίνια Γουλφ αφαίρεσε τη ζωή της όχι εξαιτίας των συνθηκών πολέμου, αλλά της επιδείνωσης της ήδη ταραγμένης ψυχικής υγείας της.
Δυστυχώς, ακόμη και το ίδιο το γράμμα της Βιρτζίνια άλλαξε νόημα από μερίδα του βρετανικού τύπου.
Με τον παραπλανητικό τίτλο «Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο» το άρθρο συνέδεσε την αυτοκτονία με τον Β’ Παγκόσμιο και όχι με την χρόνια μάχη της Γουλφ με την κατάθλιψη.
Η αυτοκτονία τς Βιρτζίνια Γουλφ αποδόθηκε έτσι σε μια πράξη δειλίας και μη πατριωτισμού και όχι σε μια προσωπική τραγωδία, υποβαθμίζοντας έτσι τον αγώνα και τις δυσκολίες των ψυχικά ασθενών.
Η εξαιρετική ερμηνεία της Νικόλ Κίντμαν
Την πολύπλοκη προσωπικότητα της Βιρτζίνια Γουλφ μετέφερε στον κινηματογράφο η Αυστραλή ηθοποιός Νικόλ Κίντμαν.
Στην ταινία του 2002, «Οι Ώρες», ο σκηνοθέτης Στίβεν Ντάλντρι, διασκεύασε το ομώνυμο βιβλίο του Μίκαελ Κάνινχαμ.
Η ιστορία αναφέρεται σε τρεις γυναίκες που έζησαν διαφορετικές εποχές και έχουν ως αφετηρία το βιβλίο της Βιρτζίνια Γουλφ, «Κυρία Ντάλογουεϊ».
Μία από τις γυναίκες αυτές ήταν η Βιρτζίνια Γουλφ.
Η Κίντμαν μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά για να ενσαρκώσει την αυτόχειρα.
Έβαλε προσθετική μύτη, πέρασε πολλές ώρες στο μακιγιάζ, διάβασε όλα τα χειρόγραφα της Γουλφ και έμαθε να γράφει με το δεξί, καθώς η ίδια είναι αριστερόχειρας.
Η ηθοποιός αργότερα δήλωσε πως συνήθιζε να φορά την προσθετική μύτη κάθε μέρα, ώστε να συνηθίσει το ρόλο της.
Αυτό παράλληλα τη βοήθησε να ξεφεύγει και από τους παπαράτσι που την κυνηγούσαν, καθώς εκείνη την εποχή έβγαινε το διαζύγιο της με τον Τομ Κρουζ.
Στην σκηνή της αυτοκτονίας, ο σκηνοθέτης προτιμούσε η Κίντμαν να μην φοράει τίποτα κάτω από τη ρόμπα της, αλλά εκείνη το αρνήθηκε. Φόρεσε μια ολόσωμη φόρμα στο χρώμα του δέρματος και το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό.
Παράλληλα, η αριστουργηματική μουσική του Φίλιπ Γκλας ανέδειξε το έργο και συγκίνησε το κοινό.
Το υπόλοιπο καστ ολοκλήρωναν καταξιωμένοι ηθοποιοί, μεταξύ των οποίων η Μέριλ Στριπ, ο Εντ Χάρις, η Τζούλιαν Μουρ και η Μιράντα Ρίτσαρντσον.
Η ταινία έλαβε εξαιρετικές κριτικές και προτάθηκε για 9 Όσκαρ.
Απέσπασε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την αξέχαστη ερμηνεία της Κίντμαν.
Την ανακοίνωση της νικήτριας, έκανε με τον καλύτερο τρόπο ο ηθοποιός Ντένζελ Ουάσινγκτον, όπου δήλωσε πως «νικητής είναι, από μια…μύτη, η Νικόλ Κίντμαν».
Διαβάστε στη «ΜτΧ»: Η σεξουαλική κακοποίηση της Βιρτζίνια Γουλφ από τους αδερφούς της…