Υποδύθηκε Μεξικάνους επαναστάτες, Εσκιμώους, Έλληνες, Άραβες και Εβραίους.
Οι παραγωγοί του Χόλιγουντ εκμεταλλεύτηκαν τη σκουρόχρωμη επιδερμίδα του και του έδωσαν όλους τους «εξωτικούς» ρόλους.
Σχεδόν κάθε φορά που υποδυόταν έναν ήρωα από κάποια φυλή, ήταν υποψήφιος και για ένα Όσκαρ.
Συνολικά έλαβε τέσσερις υποψηφιότητες και κέρδισε δύο χρυσά αγαλματίδια.
Γεννήθηκε στην πόλη Τσιουάουα του Μεξικό, όπου σήμερα υπάρχει άγαλμά του.
Για χρόνια, οι φήμες ήθελαν τον Ιρλανδό πατέρα του να έχει πάρει μέρος στην επανάσταση του Πάντσο Βίγια, αλλά ο ηθοποιός τις διέψευσε στην αυτοβιογραφία του.
Η παιδική του ηλικία ήταν χαλαρή.
Σε μικρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένειά του στο Τέξας.
Επισκεπτόταν συχνά την εκκλησία και ήλπιζε να γίνει ιερέας.

Μεγαλώνοντας όμως τον γοήτευσε η τέχνη.
Εγκατέλειψε το σχολείο πριν αποφοιτήσει και αφοσιώθηκε στη ζωγραφική.
Ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος και κέρδισε δεκάδες βραβεία σε διαγωνισμούς.
Συνήθως έπαιρνε ένα μικρό χρηματικό ποσό, αλλά το έπαθλο για τον νικητή σε ένα διαγωνισμό αρχιτεκτονικού σχεδίου ήταν η ευκαιρία να δουλέψει δίπλα στον διάσημο αρχιτέκτονα, Φρανκ Λόιντ Ράιτ.
Ο νεαρός ασφαλώς βγήκε πρώτος και η πολυπόθητη θέση έγινε δική του.
Έγιναν στενοί φίλοι με τον Ράιτ, ο οποίος του πρότεινε να γραφτεί σε μαθήματα υποκριτικής για να διορθώσει ένα πρόβλημα που είχε με την ομιλία του.
Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι είχε μέλλον στο θέατρο και αποφάσισε να συνεχίσει επαγγελματικά.
Ο Λόιντ συμφώνησε, όταν έμαθε ότι ο μισθός του θα έφτανε τα 300 δολάρια την εβδομάδα.
«Δε θα βγάλεις ποτέ τόσα χρήματα με εμένα», του είπε και τον αποχαιρέτησε.

Μετά από μία πετυχημένη πορεία στο θέατρο, προσπάθησε να εμφανιστεί και στον κινηματογράφο.
Του έδιναν ρόλους Ινδιάνων, Ιταλών μαφιόζων, Χαβανέζων, Φιλιπινέζων, Κινέζων, Αράβων.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1952, όταν υποδύθηκε ένα συμπατριώτη του Μεξικάνο, στην ταινία του Ηλία Καζάν, «Viva Zapata!» και κέρδισε το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Το δεύτερο όσκαρ ήταν για την ερμηνεία του στο «Lust for Life», όπου ενσάρκωσε τον Γάλλο ζωγράφο, Πολ Γκογκέν.

Το 1961 υποδύθηκε για πρώτη φορά έναν Έλληνα στην ταινία, «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε».
Αγάπησε τόσο πολύ τη Ρόδο, όπου γίνονταν τα γυρίσματα, που αγόρασε μία παραλία στην οποία έδωσε και το όνομά του.
Το 1964 υποδύθηκε το διασημότερο ρόλο της καριέρας του που τον έκανε σύμβολο ενός ολόκληρου έθνους.
Ενσάρκωσε τον Αλέξη Ζορμπά στην ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη.
Δεν κέρδισε το Όσκαρ, αλλά έγινε ο πιο αναγνωρίσιμος «Έλληνας» στον κόσμο, αν και καταγόταν από το Μεξικό.
Πρόκειται ασφαλώς για τον αξέχαστο Άντονι Κουίν.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here