Η μητέρα του ήταν παθιασμένη με το θέατρο.
Σκηνοθετούσε τις παραστάσεις του δήμου και μετέδωσε στα παιδιά της την αγάπη της για την υποκριτική.
Στο σπίτι, με τα αδέρφια του έστηναν συχνά μικρά σκετς για να ψυχαγωγήσουν τους γονείς τους.
Ήταν τέτοια η αγάπη τους για την τέχνη, που ο πατέρας τους έχτισε ολόκληρη σκηνή στο υπόγειο, όπου «ανέβαζαν» τις δικές τους παραστάσεις.
Σχεδόν κάθε απόγευμα, οι γονείς έπαιρναν τις θέσεις τους μπροστά από τη σκηνή και απολάμβαναν τα έργα των παιδιών τους. Οι κριτικές που έδιναν ήταν πάντα θετικές.
Στα 12 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή κανονικού θεάτρου, σε παράσταση που σκηνοθετούσε η μητέρα του.
Συνέχισε τις εμφανίσεις σε όλη την εφηβεία του και έδειχνε τρομερό επαγγελματισμό για την ηλικία του.
Μέχρι τα 17, είχε αρχίσει να βγάζει χρήματα ως επαγγελματίας ηθοποιός και κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να τον αφήσει να παρατήσει το σχολείο και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην υποκριτική. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να βρει δουλειές.
Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και άρχισε να κλείνει από διαφημιστικά, μέχρι θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικά σόου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε ήδη γίνει εφηβικό είδωλο.
Ακολούθησε ένας ρόλος στην τεράστια εμπορική επιτυχία του Μπράιαν ντε Πάλμα, «Carrie», στα γυρίσματα του οποίου, χρειάστηκαν να αυξήσουν τα μέτρα ασφαλείας, για να προστατευτούν απ’ τους θαυμαστές του.
Την ίδια περίοδο ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την «Σαϊεντολογία», όταν μία συμπρωταγωνίστριά του τον «θεράπευσε» με ένα άγγιγμα.
Έκτοτε έχει παραμείνει πιστός ακόλουθος, αν και έχει δεχτεί πολύ αρνητικά σχόλια για την επιλογή του.
Παρ’ όλα αυτά, η καριέρα του στον κινηματογράφο δεν επηρεάστηκε καθόλου.
Λίγο καιρό μετά το «Carrie», κέρδισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο όχι σε μία, αλλά σε δύο απ’ τις διασημότερες ταινίες όλων των εποχών.
Και στις δύο, κέρδισε τις εντυπώσεις εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων και της ικανότητάς του στο τραγούδι.
Έγινε σύμβολο της γενιάς της «disco», αλλά δεν περιορίστηκε σε μιούζικαλ και νεανικούς ρόλους.
Πρόκειται για τις ταινίες «Πυρετός το Σαββατόβραδο» και το μιούζικαλ «Grease».
Ο εικονιζόμενος δεν είναι άλλος απ’ τον Τζον Τραβόλτα.