Γεννήθηκε το 1943 στο Μανχάταν και έχει ιταλική και ιρλανδική καταγωγή. Οι γονείς του ήταν ζωγράφοι και προσπαθούσαν να του μεταδώσουν την αγάπη τους για τη ζωγραφική και τη γλυπτική.
Όταν ήταν μόλις δύο ετών, ο πατέρας του παραδέχτηκε ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Η μητέρα του σοκαρίστηκε. Πήρε το γιο της και μετακόμισε σε άλλη περιοχή.
Μετά το διαζύγιο των γονιών του πήγε να ζήσει με τους παππούδες του.
Δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής. Έβγαλε με το ζόρι το δημοτικό. Επειδή οι βαθμοί του ήταν πολύ χαμηλοί, γράφτηκε σε ιδιωτικό λύκειο, αλλά τα παράτησε σύντομα.
Η μητέρα του, στην προσπάθεια της να τον βοηθήσει, τον έγραψε στο «High School of Music & Art» στη Νέα Υόρκη.
Την ίδια περίοδο όμως, έγινε μέλος συμμορίας στην περιοχή «Μικρή Ιταλία», γεγονός που τον απέσπασε από τα μαθήματα του, αλλά τον βοήθησε να ξεπεράσει την ντροπαλοσύνη του.
Στη συμμορία απέκτησε και το παρατσούκλι «Bobby Milk» (λευκός σαν το γάλα Μπόμπι), λόγω της ωχρότητας του προσώπου του.
Εκείνη την εποχή συναντήθηκε με τον πατέρα του, τον οποίον είχε να δει πολλά χρόνια. Συγκρούστηκε μαζί του και παραλίγο να πιαστούν στα χέρια. Ο νεαρός απογοητεύτηκε από τη συμπεριφορά του πατέρα του και έπαθε κατάθλιψη. Οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν πολύ αργότερα.
«Δεν ήξερα πολλά από αυτά που περνούσε. Δεν ήμασταν η περίπτωση πατέρα-γιου που έπαιζαν μπέιζμπολ μαζί, όπως μπορείτε να καταλάβετε. Μετανιώνω που δεν ήμουνα κοντά του», έχει ομολογήσει ο ηθοποιός σε συνέντευξή του.
Σε ηλικία 16 ετών πήγε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με το θέαμα, που πήρε την μεγάλη απόφαση. Παράτησε το λύκειο για να ακολουθήσει το όνειρό του και να γίνει ηθοποιός.
Παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή της Στέλλα Άντλερ καθώς και στο «Actor’s Studio» του Λι Στράσμπεργκ.
Το 1963, σε ηλικία 20 ετών, ο νεαρός ηθοποιός έκανε την παρθενική του εμφάνιση στο σινεμά, με την ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Τόπος στα Νιάτα». Ωστόσο, λόγω αδιευκρίνιστων συνθηκών το έργο κυκλοφόρησε επίσημα στις αίθουσες 6 χρόνια αργότερα, το 1969.
Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε σε πολύ γνωστές και επιτυχημένες ταινίες όπως στο «Γεια σου μαμά Αμερική» και «Bang The Drum Slowly».
Το 1973 ξεκίνησε και τη συνεργασία με τον Μάρτιν Σκορτσέζε, όταν υποδύθηκε τον κακοποιό Τζόνι Μπόι στην ταινία «Κακόφημοι Δρόμοι».
Ο ρόλος, ωστόσο, που τον έκανε ευρέως γνωστό στο κοινό καθώς και στη βιομηχανία του κινηματογράφου ήταν εκείνος του Βίτο Κορλεόνε στον «Νονό 2» του Κόπολα, το 1974.
Η ερμηνεία του εξέπληξε τους κριτικούς και απέσπασε το πρώτο του Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου.
Ο ηθοποιός έγινε ο πρώτος στην ιστορία του κινηματογράφου που τιμήθηκε από την Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου, μιλώντας κυρίως σε ξένη γλώσσα και όχι στην αγγλική.
Οι ταινίες «ο Ταξιτζής», «Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη», «ο Βασιλιάς της Κωμωδίας», «Οργισμένο Είδωλο», «Τα Καλά Παιδιά», «Το Ακρωτήρι του Φόβου» και «Καζίνο» αποτελούν μικρό δείγμα της φιλμογραφίας του.
Η περίφημη φράση «you talkin’ to me» (σε εμένα μιλάς) από το μονόλογο του «Ταξιτζή», την οποία και αυτοσχεδίασε ο ηθοποιός, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το όνομα του μέχρι και σήμερα.
Ο ρόλος του Τράβις Μπιγκλ τον οδήγησε και στην υποψηφιότητα για Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου.
Το 1976, ο Ελία Καζάν του πρότεινε να λάβει μέρος στο φιλμ «Last Tyccon».
«Όχι μόνο δέχτηκε την πρόταση μου, αλλά έκανε σχεδόν το παν για να τα καταφέρει. Εργάστηκε πολύ σκληρά. Είναι ηθοποιός μεγάλου βεληνεκούς. Ήταν ο μόνος που μου ζητούσε να κάνουμε πρόβες τις Κυριακές. Οι άλλοι έπαιζαν τένις και εμείς προετοιμαζόμασταν για το γύρισμα, ώστε να προλάβουμε τις προθεσμίες. Ο Μπόμπι είναι λεπτολόγος. Τελειομανής. Υπολογίζει την κάθε του κίνηση με την καλή έννοια», είχε πει ο σκηνοθέτης για το διάσημο ηθοποιό, χρόνια αργότερα.
Κι όντως έτσι ήταν. Ο ηθοποιός έκανε αυστηρή δίαιτα και έχασε περισσότερα από 10 κιλά για να ενσαρκώσει το ρόλο. Αυτή, ωστόσο, δεν ήταν η μοναδική φορά που άλλαξε το σώμα του για ένα ρόλο.
Δεν έχει διστάσει να «τσαλακωθεί», να αλλάξει συνήθειες και εξωτερική εμφάνιση, καθώς και να υποβληθεί σε επίπονες διαδικασίες όλα αυτά τα χρόνια, για να προσαρμόζεται στους ρόλους. Έχει αυξομειώσει το βάρος του, έχει βγάλει δόντια, έχει εργαστεί ως ταξιτζής, έχει μάθει μποξ και να παίζει σαξόφωνο.
Έφτασε ακόμη και στο σημείο να βρίζει τους συμπρωταγωνιστές του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ώστε να εξαγριώνονται πραγματικά και να αποτυπώνεται ο θυμός τους στην κάμερα. «Η τεχνική του αν και παράδοξη, ήταν επιτυχημένη τελικά. Όταν άνοιγε το στόμα του και άρχιζε να σου λέει το παραμικρό, ξέχναγες τις κάμερες και ότι ήσουν σε γύρισμα. Ήθελες να του κόψεις το λαρύγγι», ανέφερε ένας από τους συνεργάτες του στο περιοδικό «People».
Όταν το «Last Tyccon» βγήκε στους κινηματογράφους δεν πήγε καθόλου καλά στο box office. Ωστόσο οι κριτικές για την ερμηνεία του πρωταγωνιστή ήταν διθυραμβικές. «Ο ρόλος αυτός ξεπερνάει κάθε προσδοκία. Ξεπερνάει κατά πολύ και την εξαίρετη ερμηνεία του Βίτο Κορλεόνε στον «Νονό». Αξίζει να συγκριθεί μόνο με τους κορυφαίους», είχε γράψει, μεταξύ άλλων, η Μαρί Μπρένερ στην κριτική της.
Η τρίτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ ήρθε με τη συμμετοχή του στην ταινία «Ο Ελαφοκυνηγός», το 1978.
Ο ηθοποιός έκανε στροφή στην καριέρα του από εκεί και πέρα. Επειδή υποδυόταν διαρκώς ρόλους γκάνγκστερ και μαφιόζων με αντικοινωνική συμπεριφορά, φοβήθηκε ότι θα στιγματιστεί.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τις επόμενες δεκαετίες να παίζει, ως επί το πλείστον, σε κωμωδίες, με πιο χαρακτηριστική τη συμμετοχή του στις ταινίες «Γαμπρός της Συμφοράς», «Γονείς της Συμφοράς» και «Πεθερικά της Συμφοράς», με συμπρωταγωνιστές τους Μπεν Στλλερ, Μπάρμπρα Στρέιζαντ και Ντάστιν Χόφμαν.
Ανεξάρτητα από την υποκριτική την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ, ο ηθοποιός έχει δραστηριοποιηθεί και σε άλλους τομείς. Είναι συνιδρυτής της εταιρείας παραγωγής «TriBeCa Productions», καθώς και του «Tribeca Film Festival». Παράλληλα, έχει στην κατοχή του δύο εστιατόρια.
Το 1998, κατά τη διάρκεια γυρισμάτων στη Γαλλία, ο ηθοποιός πέρασε από ανάκριση σχετικά με κύκλωμα εκπόρνευσης γυναικών. Το θέμα πήρε τεράστιες διαστάσεις, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με το ζήτημα. «Ποτέ δεν πλήρωσα για σεξ. Αλλά και να το είχα κάνει και πάλι δεν ήταν έγκλημα. Δεν θα επιστρέψω ποτέ ξανά στη Γαλλία. Θα συμβουλέψω τους φίλους μου να μην επισκεφτούν ποτέ αυτή τη χώρα, ποτέ», είχε τονίσει σε συνέντευξή του σε γαλλική εφημερίδα.
Οι αρχές πάντως εξήγησαν πως ο ηθοποιός θεωρείτο πιθανός μάρτυρας και σε καμία περίπτωση ύποπτος.