Η φωτογραφία τραβήχτηκε μεταξύ 1948-1949 στο Αγρίνιο. Εικονίζεται ένας νεαρός στρατιώτης της 9ης Μεραρχίας, ο οποίος υπηρέτησε επί πέντε χρόνια στο 454 Τάγμα Διαβιβάσεων.
Είχε γεννηθεί το 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας, ένα χωριό νότια της Καισαρείας. Ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού και ο νονός του, Αρσένιος, ήταν ο ιερέας της ενορίας.
Ήταν το 8ο παιδί της πολύτεκνης οικογένειας. Λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του, η ανταλλαγή πληθυσμών που ξερίζωσε τους Έλληνες της Μικράς Ασίας ανάγκασε την οικογένειά του να εγκατασταθεί στην Κόνιτσα. Καθώς ταξίδευαν με καράβι, λέγεται ότι κάποιος πάτησε το βρέφος και παραλίγο να πεθάνει.
Όταν έφτασαν στην Ελλάδα, έμειναν για λίγο διάστημα στο λιμάνι του Πειραιά και στη συνέχεια ταξίδεψαν στην Κέρκυρα, όπου έζησαν για ενάμισι χρόνο. Αργότερα μετακόμισαν στην Ηγουμενίτσα και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κόνιτσα, όπου ο μικρός τελείωσε το σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο».
Από μικρός βγήκε στο μεροκάματο και εργάστηκε ως ξυλουργός για να βοηθήσει την οικογένεια του. Το 1945 κατατάχτηκε στον στρατό, όπου υπηρέτησε επί πέντε χρόνια. Υπηρέτησε κατά τον εμφύλιο ως ασυρματιστής και πολλές φορές χρειάστηκε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή.
Το 1949 απολύθηκε από τον στρατό και ανακοίνωσε στους γονείς του την επιθυμία του να γίνει μοναχός. Πρότυπό του ήταν ο νονός του, ο οποίος του είχε δώσει το όνομά του και είχε πει στους γονείς του ότι θα έπαιρνε τη θέση του.
Πράγματι, ο νεαρός από μικρός αφιερώθηκε στον Θεό και στα 25 του χρόνια επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος.
Εκεί του έδωσαν το όνομά Αβέρκιος, και αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στη Μονή Εσφιγμένου. Οι διδαχές του και ο τρόπος ζωής του επηρέασαν τους πιστούς, οι οποίοι τον επισκέπτονταν συχνά για να τον συμβουλευτούν και να ακούσουν τα διδάγματά του.
Το 1954 μόνασε στη Μονή Φιλοθέου και χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παίσιο τον Β ονομάστηκε Παίσιος. Με αυτό το όνομα έγινε γνωστός στους χριστιανούς και αγαπήθηκε από τους πιστούς.
Ο γέροντας το 1966 ασθένησε σοβαρά και υπεβλήθη, στο Νοσοκομείο Παπανικολάου σε μερική αφαίρεση πνεύμονα. Ύστερα από ένα διάστημα ανάρρωσης στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή, επέστρεψε στο Άγιο Όρος και λίγο αργότερα μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου.
Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Άνθρωποι από όλα τα μέρη της χώρας τον επισκέπτονται. «Πέρασε» και από τη Μονή Σταυρονικήτα. Εκεί ασχολήθηκε με χειρονακτικές εργασίες και βοήθησε στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Βοήθησε και ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου του Γέροντα Τύχωνα. Έζησε εκεί ως το τέλος της ζωής του. Ήταν τότε όπου δέχονταν δεκάδες ανθρώπους. Ήταν τόσες πολλές και καθημερινές οι επισκέψεις για αυτό και υπήρχαν ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούνται οι άλλοι μοναχοί.
Η ασθένεια
«Όλα θα βολευτούν με το χώμα» έλεγε όταν άρχισε (1993) να παρουσιάζει σοβαρότατο πρόβλημα υγείας, όπως αιμορραγίες. Ο Παίσιος δεν δέχτηκε να νοσηλευτεί. Μετά από λίγο μεταφέρεται στο Θεαγένειο νοσοκομείο. Οι γιατροί τον ενημέρωσαν ότι έχει όγκο στο παχύ έντερο και χειρουργήθηκε. Έπειτα πάλεψε με τις μεταστάσεις στον πνεύμονα και το ήπαρ, όμως οι γιατροί δεν έδιναν πολλά περιθώρια ζωής. Κοινώνησε για τελευταία φορά στο κρεβάτι του ενώ προς το τέλος δεν έπαιρνε φάρμακα παρά τους φρικτούς πόνους που είχε.
Το 2015 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον ανακήρυξε Άγιο και πρόσφατα ανακηρύχθηκε Προστάτης του Στρατιωτικού Σώματος των Διαβιβάσεων.
Ο εικονιζόμενος είναι ο Άγιος Παΐσιος. Ο κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, εκοιμήθη στις 12 Ιουλίου του 1994 και ενταφιάστηκε στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.