Το κείμενο έστειλε ο αναγνώστης μας Γιώργος Μουστάκης
Η αγάπη του Bob Dylan για τον Dylan Thomas τον ώθησε να αλλάξει το επώνυμο του από Zimmerman σε Dylan. Οι Beatles τον τοποθέτησαν στο εξώφυλλο του δίσκου τους Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band και στο Interstellar του Christopher Nolan το “Do not go gentle into that good night” ακούστηκε 3 φορές.
Ο Dylan Thomas έφυγε από την ζωή στις 9 Νοεμβρίου του 1953 και παρότι έζησε μόλις 39 χρόνια, κατάφερε να κατακτήσει μια εμβληματική θέση στο πάνθεον της ποίησης. Η ζωή του ήταν γεμάτη ποτό, καταχρήσεις και αναζήτηση της ανθρώπινης ματαιότητας. Μια αναζήτηση που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, με το “Do not go gentle into that good night” να την συνοψίζει καλύτερα από κάθε άλλο ποίημα του, ως αποχαιρετισμός στο παρηκμασμένο παρελθόν και κάλεσμα σε μια καινούργια αρχή.
Σε ένα μεγαλύτερο βεληνεκές, αποτελούμενο από χωροχρονικούς όρους, ο Nolan τοποθέτησε το ποίημα του Thomas στο πιο κομβικό σημείο της ταινίας Interstellar, ως ένα τέτοιο κάλεσμα στην ανθρωπότητα για έναν νέο κόσμο. Η δύναμη της ρίμας του ποιητή ακόμη και υπό διαφορετικές συνθήκες εκπομπής παρέμεινε ακέραιη και αυτό πιθανόν αποδεικνύει την διαχρονικότητα του έργου του, το οποίο θα αποκωδικοποιείται αιώνια και υπό όποιους δέκτες.
Το ποίημα δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Botteghe Oscure το 1951 και το 1952, συμπεριλήφθηκε στη συλλογή In Country Sleep and other poems, η οποία δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στα Ελληνικά αλλά μπορεί να βρεθεί στην συλλεκτική έκδοση που κυκλοφορεί με συνοπτικό τίτλο: Ντύλαν Τόμας – Ποιήματα.
Με την ελπίδα εξασφάλισης ενός σταθερού εισοδήματος, ο Thomas συμφώνησε να καταγράψει μια σειρά εκπομπών για το BBC. Η ηχηρή φωνή του γρήγορα αγαπήθηκε από το ραδιοφωνικό κοινό.
Από το 1945 έως το 1948, του ανατέθηκε να πραγματοποιήσει περισσότερες από εκατό τέτοιες εκπομπές, με θέμα την ανάγνωση ποίησης, τις λογοτεχνικές συζητήσεις και τις πολιτιστικές κριτικές – κάτι που κατέστρεψε μια πλειάδα ευκαιριών για τον Thomas και αποδυνάμωσε την καριέρα του ως ποιητή.
Εκείνη την περίοδο ο Dylan Thomas άρχισε να δουλεύει πάνω στο “Do not go gentle into that good night”. Ίσως επειδή η εμπειρία της εκπομπής του είχε εκπαιδεύσει τόσο το αυτί του στον ήχο της ίδιας του της φωνής, που καλλιέργησε μέσα του ακόμη εντονότερα την αίσθηση του ρυθμού των λέξεων.
Κάπως έτσι, κατάφερε να δημιουργήσει ένα ποίημα το οποίο ήταν πολύ πιο ισχυρό όταν αυτό διοχετεύονταν μέσω της ανθρώπινης φωνής παρά όταν διαβάζονταν στοχαστικά, με την σιωπή του ματιού.
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που το ποίημα έχει αφηγηθεί από τόσους σπουδαίους, διαφορετικούς, ηθοποιούς, όπως ο Anthony Hopkins και ο Jonathan Pryce.
Είναι ο σπάνιος και ανοικτός τρόπος επικοινωνίας του Dylan Thomas με τον αναγνώστη που κάνει τις μεταφράσεις του έργου του τόσο δύσκολες. Παρόλα αυτα, παρακάτω μπορείτε να βρείτε τόσο το πρωτότυπο ποίημα όσο και την μετάφραση του Διονύση Καψάλη.
Do not go gentle into that good night,
Old age should burn and rave at close of day;
Rage, rage against the dying of the light.
Though wise men at their end know dark is right,
Because their words had forked no lightning they
Do not go gentle into that good night.
Good men, the last wave by, crying how bright
Their frail deeds might have danced in a green bay,
Rage, rage against the dying of the light.
Wild men who caught and sang the sun in flight,
And learn, too late, they grieved it on its way,
Do not go gentle into that good night.
Grave men, near death, who see with blinding sight
Blind eyes could blaze like meteors and be gay,
Rage, rage against the dying of the light.
And you, my father, there on the sad height,
Curse, bless, me now with your fierce tears, I pray.
Do not go gentle into that good night.
Rage, rage against the dying of the light.
***
Μη στέργεις ήσυχα να πας σε νύχτα ευλογημένη·
ας καίνε, ας παραληρούν όταν τελειώνει η μέρα
τα γηρατειά κι ας μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.
Σοφοί, που είδαν το δίκαιο σκοτάδι να προσμένει,
γιατί δεν χρησμοδότησαν με φλόγες στον αέρα
δεν στέργουν ήσυχα να παν σε νύχτα ευλογημένη.
Όσοι αγαθοί, φωνάζοντας στο κύμα που βαθαίνει
πως σ’ ακρογιάλι πράσινο θα χόρευε μια μέρα
κάθε τους πράξη, μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.
Όσοι τρελοί τραγούδησαν τον ήλιο που μακραίνει
κι αργά πολύ κατάλαβαν πως θρηνούσαν, πέρα
δεν στέργουν ήσυχα να παν, σε νύχτα ευλογημένη.
Όσοι αυστηροί, που στα στερνά τους βλέπουν τυφλωμένοι
ότι μπορούν μάτια τυφλά ν’ αστράφτουν στον αιθέρα
και να γιορτάζουν, μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.
Κι εσύ, πηγαίνοντας ψηλά στη θλίψη που σε υφαίνει,
κατάρα δώσε μου κι ευχή το δάκρυ σου, πατέρα.
Μη στέργεις ήσυχα να πας σε νύχτα ευλογημένη.
Να μαίνεσαι, να μαίνεσαι όταν το φως πεθαίνει.