«Buongiorno, Siora Maschera!»: Με αυτό το ευφυολόγημα οι Βενετοί χαιρετούσαν τους αινιγματικούς μασκοφόρους συμπολίτες τους που περιφέρονταν στα στενά της Γαληνοτάτης ήδη από την εποχή της Αναγέννησης.
Οι περισσότεροι Βενετοί της εποχής προτιμούσαν ένα είδος μεγαλοπρεπούς αμφίεσης, που αποκαλούσαν «Βauta», καθιστώντας την ίδια τη μάσκα μία από τις κλασικότερες και πλέον αγαπημένες του Καρναβαλιού.
Πίσω στον 18ο αιώνα και ακόμη πιο πριν, η μάσκα αυτή θα αποτελέσει απαραίτητο στοιχείο όχι μόνο του Καρναβαλιού της Βενετίας, αλλά και γενικότερα του κοινωνικού βίου των Βενετών. Έχει μείνει γνωστή άλλωστε ως η μάσκα του Καζανόβα.
Η ετυμολογία της λέξης «Βauta» (ή Baùtta) είναι αβέβαιη. O Durante και ο Turato στο Βενετο-Ιταλικό ετυμολογικό λεξικό τους κάνουν λόγο για τη σύνδεση της λέξης με τη βενετική έκφραση «Βau bao», που σχετίζεται με τον δικό μας «Μπαμπούλα» και το αγγλικό «Bogeyman». Τη λέξη αυτή χρησιμοποιούσαν οι Βενετοί για να φοβίζουν και να συνετίζουν τα παιδιά.
Σύμφωνα με το Vocabolario Universale Italiano (Napoli: Torchi del Tramater, 1829-40), η λέξη προέρχεται από το γερμανικό ρήμα «behüte» που σημαίνει «προστατεύω», μιας και η χρήση της συγκεκριμένης μάσκας-ενδυμασίας ήταν κυρίως η προστασία και η ανωνυμία του κατόχου της.
Η μάσκα καθαυτή, λόγω του χαρακτηριστικού λευκού χρώματός της και των απόκοσμων χαρακτηριστικών της, ονομαζόταν και «Larva», που στα λατινικά σημαίνει «φάντασμα» ή ακόμη και «μάσκα».
Η Accademia della Crusca συνδέει τον όρο με τις λέξεις « bacuccο» και «baucco», που σημαίνουν «γέρος».
Οι λέξεις αυτές προήλθαν αρχικά από το όνομα του βιβλικού προφήτη Habakuk, αλλά κατέληξαν να συνδεθούν με τη λέξη «γήρας».
Οι Carlo Battisti και Giovanni Alessio προτείνουν την ετυμολογική συγγένεια με τη λέξη «bavera», η οποία στη διάλεκτο του Πεδεμοντίου σημαίνει «μάσκα», ενώ ο Battaglia ισχυρίζεται πως πιθανόν να πρόκειται για λέξη προερχόμενη από το βενετικό «bava» ή «bavaglio» που σημαίνει «φίμωτρο».
Το κείμενο έστειλε η αναγνώστριά μας Μαρία Στεφανίδου.