Το κείμενο έστειλε η αναγνώστριά μας, Δήμητρα Καρδακάρη
Στην οθωμανική περίοδο στα βαριά ποινικά αδικήματα, όπως ο φόνος, υπήρχε η αρχή της συλλογικής ευθύνης, δηλαδή η κοινότητα της περιοχής της οποίας κάποιος είχε τραυματιστεί ή δολοφονηθεί ήταν συλλογικά υπεύθυνη για το έγκλημα, τόσο απέναντι στις αρχές όσο και απέναντι στην οικογένεια του θύματος.
Η εφαρμογή αυτής της αρχής είχε δυο στόχους: αφενός να επιταχύνει την εξιχνίαση του εγκλήματος ασκώντας πίεση στην κοινότητα και αφετέρου να εξασφαλίσει την αποζημίωση της οικογένειας σε περίπτωση που ο δράστης δεν ανακαλύπτονταν, αφήνοντας συγχρόνως ανοιχτό το ενδεχόμενο αυθαιρεσίας από τα εκτελεστικά όργανα για οικονομικά συμφέροντα.
Σύμφωνα με την οθωμανική αντίληψη, η δικαιοσύνη προστάτευε την κατεστημένη νομιμότητα. Η εφαρμογή του δικαίου απέβλεπε: Στην παγίωση του αισθήματος τάξης και ασφάλειας, στον παραδειγματισμό του κοινωνικού συνόλου και στην αναμόρφωση του αδικούντος. Το κράτος καταδίκαζε παράνομες πρακτικές και διέταζε τους καδήδες να μην ανέχονται την αδικία. Η εξακρίβωση της αλήθειας των κατηγοριών και η τελική απόφαση αφηνόταν στον τοπικό δικαστή. Η παραπομπή μιας υπόθεσης στις κεντρικές αρχές ήταν ένας τρόπος παράκαμψης του τοπικού δικαστηρίου.
Οι ποινές
Μέσο αναμόρφωσης ήταν η επιβολή των ποινών. Ο ποινικός κώδικας υπάκουε σε αρχές όπως ο νόμος της ανταποδόσεως. Για τα σοβαρά αδικήματα, φόνος, βιασμός ληστεία με χρήση βίας, προβλέπονταν εκτέλεση ή ακρωτηριασμός και απαγορευόταν στις αρχές να αντικαταστήσουν τις ποινές αυτές με πρόστιμα. Αρμόδιοι για την εκτέλεση της θανατικής ποινής και των ακρωτηριασμών ήταν οι κατά τόπους εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας και όχι το ιεροδικείο, το οποίο εκτελούσε ποινές ήπιας μορφής όπως ο ραβδισμός. Οι συνηθέστερες μορφές σωματικής τιμωρίας ήταν ο ακρωτηριασμός του χεριού ή του ποδιού, η αγγαρεία στις γαλέρες και ο φάλαγγας. Για τα μικρότερα αδικήματα προβλέπονταν ξυλοδαρμός ή αντί αυτού πρόστιμο.
Οι αρχές της δικαιοσύνης
Μελετώντας ιεροδικαστικά κατάστιχα από το οθωμανικό ιεροδικείο της Βέροιας, όπου φυλάσσονται 122 κώδικες της περιόδου 1602-1822, οι ιστορικοί Αντώνης Αναστασόπουλος και Ελένη Γκαρά θεωρούν ότι τρία είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την απονομή της δικαιοσύνης.
Καταρχάς, πρέπει να δέχεται οποιονδήποτε επιζητά την κρίση του σε μια υπόθεση,
πρέπει να γίνονται σύντομα και να αποφεύγονται οι χρονοβόρες διαδικασίες
και είναι απαραίτητη η αυτόβουλη καταγγελία του εγκλήματος ή της παράβασης από τους άμεσους θιγόμενους, είτε τους στενούς συγγενείς τους.
Η ακροαματική διαδικασία ξεκινά με την αγωγή (dava), τον ισχυρισμό δηλαδή του ενάγοντος περί της υπόθεσης. Ο καδής έπειτα θα ρωτήσει τον εναγόμενο το κατά πόσο ισχύει αυτό που ισχυρίζεται ο ενάγοντας. Αν ο εναγόμενος επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό, τότε ο καδής μπορεί να βγάλει το συμπέρασμα της υποθέσεως. Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος αρνηθεί, τότε ζητείται από τον ενάγοντα να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία ή μάρτυρες. Αδιάσειστη απόδειξη σύμφωνα με τον νόμο ήταν είτε η ομολογία είτε η μαρτυρία τουλάχιστον δυο αξιόπιστων μαρτύρων. Από την στιγμή που η οποιαδήποτε κατηγορία επιβεβαιώνεται από την κατάθεση των δυο αξιόπιστων αυτοπτών μαρτύρων, οι οποίοι είναι ενήλικοι άρρενες μουσουλμάνοι, η ενοχή του κατηγορουμένου θεωρείται αποδεδειγμένη. Στον Ισλαμικό νόμο, η μαρτυρία (sahada) αποτελεί το ύψιστο από τα αποδεικτικά στοιχεία μιας υπόθεσης μετά την ομολογία(ikrar) και τον νόμο(yemi).
Για να έχει ισχύ μια μαρτυρία, πρέπει ο μάρτυρας να έχει σώας τα φρένας, να είναι ενήλικος, άνδρας, Μουσουλμάνος και ελεύθερος, γνωστός για την ηθική του ακεραιότητα. Για να ελεγχθεί η αξιοπιστία των μαρτύρων προβλεπόταν μια ειδική διαδικασία, η tezkiye και συνίστατο στον έλεγχο καταλληλότητας του μάρτυρα να καταθέσει. Η έρευνα αφορούσε το ποιόν του μάρτυρα, το κατά πόσον δηλαδή έχαιρε εκτίμησης από τους συμπολίτες του. Όμως οι υπάρχουσες πηγές δείχνουν ότι σπάνια εφαρμοζόταν αυτή η διαδικασία. Στην πράξη το ιεροδικείο θεωρούσε ένα μάρτυρα αξιόπιστο, εφόσον δεν προβάλλονταν αντίρρηση από την αντίδικη πλευρά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις γίνεται αποδεκτή και η μαρτυρία γυναικών, για θέματα στα οποία οι γυναίκες έχουν πληρέστερη γνώση(τοκετός, παρθενία και άλλα παρόμοια). Η μαρτυρία των αλλόθρησκων, χριστιανών ή Εβραίων, δεν ήταν ισότιμη με εκείνη των μουσουλμάνων και μπορούσε να λαμβάνεται υπόψη μόνο στις μεταξύ τους δικαστικές υποθέσεις. Παρόλα αυτά, στην πράξη οι καδήδες δέχονταν συχνά μαρτυρίες αλλοθρήσκων εναντίον μουσουλμάνων.
Τα βασανιστήρια
Για να αναγκάσουν τους εγκληματίες να ομολογήσουν οι αρχές χρησιμοποιούσαν βασανιστήρια και οι θάνατοι από βασανιστήρια, δεν υπόκεινται σε έρευνα. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή για το βασανιστήριο ενός χριστιανού από τους Οθωμανούς όπως την αναφέρει ο Παπασυναδινός. Ένας χριστιανός ονόματι Μανόλης Μποσταντζόγλης τιμωρήθηκε από τους Οθωμανούς με την ποινή του παλουκώματος. Βασική αίτια ήταν ότι κατηγορήθηκε από τους τελευταίους για την δολοφονία δυο Οθωμανών. Στην πραγματικότητα όμως ήταν αθώος καθώς βρέθηκε στο σημείο του αποτρόπαιου εγκλήματος την λάθος στιγμή και έτσι θεάθηκε από τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα να τον θεωρήσουν βασικό ύποπτο για το έγκλημα.
Με το μαρτύριο του ανασκολοπισμού, ένας αιχμηρός ξύλινος πάσσαλος διαπερνούσε το σώμα του βασανισθέντα. Κατά κύριο λόγο η διείσδυση γίνονταν απ’ τον πρωκτό ή τον κόλπο και δευτερευόντως απ’ το στόμα ή τα πλευρά. Γίνονταν όμως με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να μην επιφέρει τον άμεσο θάνατο του κρατούμενου, αλλά να τον κάνει να υποφέρει απ’ τους αφόρητους πόνους, μέχρι και τρεις ημέρες πριν καταλήξει. Φρόντιζαν λοιπόν, να μην αγγίζει ο πάσσαλος ζωτικά όργανα και περιόριζαν όσο μπορούσαν την αιμορραγία, επιβραδύνοντας έτσι το μαρτύριο. Συνήθως ο κατάδικος στήνονταν όρθιος κάνοντας με το βάρος του ακόμα πιο φριχτό το μαρτύριό. Ο ανασκολοπισμός αντίστοιχο του παλουκώματος χρησιμοποιήθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία σαν μέθοδος εκτέλεσης αλλά και εκφοβισμού του πληθυσμού, κυρίως εναντίον Σέρβων, Βούλγαρων, κι Ελλήνων, που γίνονταν σε δρόμους λίγο πριν την είσοδό τους σε πόλεις.
Ο Γάλλος Guer το 1774 στο βιβλίο του «Ήθη και έθιμα των Τούρκων» περιγράφει το σούβλισμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα προσφιλής ήταν αυτός ο τρόπος θανάτωσης για τον Ρουμάνο Βλαντ Τέπες τον Τρίτο, που έμεινε στην ιστορία ως «Δράκουλας των Καρπαθίων». Στην Ελλάδα είναι γνωστός ο ανασκολοπισμός του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, Αθανάσιου Διάκου. Τον σούβλισαν ζωντανό οι Τούρκοι και στην συνέχεια τον έψηναν επί 3 ώρες (όπως τα πασχαλινά αρνιά). Η αυστηρότητα της τιμωρίας ποίκιλλε ανάλογα με το αν ο ένοχος ήταν άντρας ή γυναίκα, ελεύθερος ή σκλάβος, παντρεμένος ή ανύπαντρος, Μουσουλμάνος ή μη. Ο Μουσουλμάνος πάντως πλήρωνε το μισό του προστίμου. Τα βασανιστήρια απαγορεύονταν από τον Ιερό Νόμο, προβλεπόταν όμως από το «κοσμικό» δίκαιο. Αν και οι μεγάλοι νομομαθείς της αυτοκρατορίας προσπάθησαν να εμποδίσουν τη χρήση τους, τα βασανιστήρια ήταν συχνό φαινόμενο. Παρόλα αυτά, η ύπαρξη καταχωρίσεων στους κώδικες που πιστοποιούν την απαλλαγή υπόπτων για φόνο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, δείχνει ότι η χρήση βασανιστηρίων πρέπει να εφαρμόζονταν κατά κανόνα όταν οι διενέξεις ήταν πολύ ισχυρές.
Όσοι αναγνώστες επιθυμούν να στέλνουν κείμενα μπορούν να μας τα στέλνουν στη διεύθυνση: [email protected]
Εφόσον τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις, που έχουν να κάνουν με το ύφος της ιστοσελίδας, θα δημοσιεύονται. Η ΜτΧ δεν ευθύνεται για τυχόν ανακρίβειες στα κείμενα των αναγνωστών.