Οι θεατές φορούν γυαλιά και κοιτούν προσηλωμένοι την οθόνη σε έναν κατάμεστο κινηματογράφο.
Ήταν 26 Νοεμβρίου 1952, την ημέρα εκείνη πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα της πρώτης έγχρωμης τρισδιάστατης ταινίας.
Το επίσημο ντύσιμο των θεατών δείχνει ότι το γεγονός ήταν ιδιαίτερα σημαντικό.
Άλλωστε ήταν μια μεγάλη καινοτομία που πέτυχαν τα κινηματογραφικά στούντιο της εποχής.
Είχε προηγηθεί το 1922 η προβολή μιας ασπρόμαυρης τρισδιάστατης ταινίας, αλλά για πρώτη φορά δοκιμάστηκε σε έγχρωμη και μεγάλου μήκους.
Η τρισδιάστατη θέαση μιας ταινίας ήταν ένα παράξενο γεγονός και οι θεατές που παρευρέθηκαν στην πρεμιέρα θεωρούταν προνομιούχοι.
Το φωτογραφικό καρέ τραβήχτηκε στο «Paramount Τheater» του Χόλιγουντ το 1952 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Life στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Ωστόσο, οι θεατές δείχνουν περισσότερο νευρικοί παρά να απολαμβάνουν την ταινία.
Τα γυαλιά τους ενοχλούσαν και το αποτέλεσμα ήταν θαμπό, όπως δήλωσαν.
Όπως ανέφερε ο φωτογράφος που τράβηξε τη φωτογραφία, περισσότερο εντυπωσιακή ήταν η εικόνα του κοινού με τα γυαλιά παρά η ίδια η ταινία!
Η φωτογραφία έχει μείνει στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου, καθώς σηματοδότησε μια νέα περίοδο στην κινηματογραφική τεχνολογία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο σεναριογράφος Μίλτον Γκανζμπεργκ και ο οφθαλμίατρος αδερφός του, ανέπτυξαν ένα σύστημα που θα επέτρεπε στους θεατές να παρακολουθούν μια ταινία σε τρισδιάστατη μορφή. Αρκούσε να φορούν γυαλιά δύο χρωμάτων.
Η αναζήτηση των παραγωγών που θα τους εμπιστευόταν να το δοκιμάσουν, ήταν δύσκολη.
Τελικά, ο Αρς Ομπόλερ μεγάλος παραγωγός και σκηνοθέτης ενθουσιάστηκε με την ιδέα.
Αμέσως συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία σε μία από τις παραγωγές του.
Η ταινία ήταν η «Bwana Devil», η πρώτη έγχρωμη ταινία μεγάλου μήκους που χρησιμοποίησε την προηγμένη τεχνολογία.
Αφορούσε έναν μηχανικό που αναλαμβάνει να σκοτώσει δυο λιοντάρια που τρώνε ανθρώπους και ήταν βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα.
Η χρήση τρισδιάστατων εικόνων ήταν το τρικ της διαφημιστικής καμπάνιας για να πουλήσει η ταινία.
Οι συντελεστές δικαιώθηκαν, αφού απέφερε κέρδη 2,5 εκατομμύρια δολάρια, ποσό τεράστιο για την εποχή.
Παρά τις αρνητικές εντυπώσεις των θεατών, οι οποίοι τα πρώτα χρόνια ανέφεραν ότι τους προκαλούσε ναυτία και ζαλάδα, τη δεκαετία του ’50 το τεχνολογικό «θαύμα» χρησιμοποιήθηκε από πολλές παραγωγές.
Ο κινηματογράφος προσπαθούσε με αυτό το τρόπο, να ανταγωνιστεί ένα νέο μέσο που κέρδιζε μαζικά τους Αμερικάνους, την τηλεόραση.