«Ρόδος: Ενα ελληνικό νησί στις πύλες της Ανατολής. 15ος – 5ος αι. π.Χ.» Μια σημαντική έκθεση εγκαινιάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου, υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου.
Η έκθεση πραγματοποιείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου, μέχρι τις 15 Νοεμβρίου και αποτελεί, μεταφορά στη Ρόδο, μέρους της έκθεσης που πραγματοποιήθηκε στο μουσείο του Λούβρου, από το Νοέμβριο τού 2014 έως τον Φεβρουάριο του 2015.
Η έκθεση του Λούβρου συνένωσε για πρώτη φορά στον ίδιο χώρο ευρήματα από διάφορα ευρωπαϊκά μουσεία, του Λούβρου, της Ρόδου, του Βρετανικού και του μουσείου της Κοπεγχάγης, ευρήματα που προέρχονται από ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη Ρόδο από τον 19ο αι. έως και σήμερα.
Ο πλούτος και η ποικιλία των ευρημάτων, τεκμηριώνουν τον ρόλο που διαδραμάτισε η Ρόδος στη μετάδοση στοιχείων από τους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής στον ελληνικό πολιτισμό.
‘Αλλωστε η Ρόδος ένωνε δια της θαλάσσιας οδού, τον Ελλαδικό χώρο με την Κύπρο και την Εγγύς Ανατολή, την Κρήτη, την Αίγυπτο και με την δυτική Μεσόγειο.
Η έκθεση, όπως και αυτή στο Λούβρο, έχει τρεις θεματικούς άξονες: ο πρώτος αναφέρεται στην αρχαιολογική έρευνα του νησιού, ο δεύτερος στο ρόλο της Ρόδου ως τόπου ανταλλαγών και ο τρίτος στα ροδιακά εργαστήρια.
Το Μουσείο του Λούβρου αποστέλλει στη Ρόδο συνολικά 48 ευρήματα.
Η αρχαιολογική έρευνα από τον 19ο αι. έως σήμερα
Οι πρώτες ανασκαφές στο νησί της Ρόδου πραγματοποιήθηκαν από τον Αλσατό ζωγράφο και φωτογράφο Α. Salzmann και τον υποπρόξενο της Μ. Βρετανίας στη Ρόδο Alfred Biliotti από το 1859 έως το 1968.
Επικεντρώθηκαν στην Κάμιρο, όπου αποκαλύφθηκε ο αποθέτης του ιερού της Αθηνάς και πολυάριθμοι τάφοι. Κύριος στόχος τους ήταν ο εμπλουτισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών μουσείων με ελληνικές αρχαιότητες, γι’ αυτό και τα περισσότερα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο και στο Μουσείο του Λούβρου.
Αναφορά στην ενότητα αυτή θα αποτελέσουν το ρυτό με το χταπόδι, ένα από τα μυκηναϊκά αγγεία που ήρθαν για πρώτη φορά στο φως, δέκα χρόνια πριν την ανακάλυψη των Μυκηνών από τον H. Schliemann, o τάφος Α και δύο περίτεχνα κοσμήματα από τον λεγόμενο τάφο των κοσμημάτων.
Τις γαλλο-βρετανικές ανασκαφές του 19ου αι. διαδέχθηκαν στις αρχές του 20ου αι. οι ανασκαφές των Δανών, οι πρώτες επιστημονικού χαρακτήρα ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στη Ρόδο.
Οι Δανοί έστρεψαν το ενδιαφέρον τους σε ένα από τα μεγάλα ιερά της Ρόδου, το ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο, ενώ μικρότερης κλίμακας ανασκαφές πραγματοποίησαν στο γεωμετρικό νεκροταφείο στη θέση Εξοχή της Λάρδου και στον αρχαϊκό οικισμό της Βρουλιάς, στο νότιο άκρο του νησιού.
Τα ευρήματα των δανέζικων ανασκαφών μοιράστηκαν ανάμεσα στο Μουσείο της Κοπεγχάγης και το Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Αμέσως μετά την έναρξη της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα (1912) άρχισαν οι ιταλικές ανασκαφές. Έφεραν στο φως μεταξύ άλλων την αρχαία πόλη της Καμίρου, τα μυκηναϊκά και αρχαϊκά νεκροταφεία της Ιαλυσού, την ακρόπολη της ελληνιστικής πόλης της Ρόδου, που ιδρύθηκε μετά από συνένωση των τριών πόλεων-κρατών της Ρόδου σε ενιαίο κράτος το 408 π.Χ.
Τις ιταλικές ανασκαφές ακολούθησαν εκτεταμένες αναστηλώσεις στη Λίνδο και στην Κάμιρο, αλλά και στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου.
Τα ευρήματα των Ιταλικών ανασκαφών παρέμειναν στη Ρόδο και είναι σήμερα εκτεθειμένα στο Μουσείο της Ρόδου.
Μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στο ελληνικό κράτος (1948) την αρχαιολογική έρευνα του νησιού ανέλαβε η ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Η έκθεση θα δώσει την ευκαιρία να επαναπατριστούν στη Ρόδο, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, μοναδικά αρχαία αντικείμενα, τα οποία οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής της εύρεσής τους απομάκρυναν από τον τόπο προέλευσής τους.
Ταυτόχρονα, θα αποτελέσει αφορμή να γνωρίσουν οι επισκέπτες τις νέες εκθέσεις του Αρχαιολογικού Μουσείου, τις οποίες οργάνωσε τα τελευταία χρόνια η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, και να περιηγηθούν στον επίσης πρόσφατα διαμορφωμένο κήπο του Μουσείου.