Στις 14 Ιουλίου του 1702, ξεκίνησε το ταξίδι του πολεμικού πλοίου “Αετός” για την μεταφορά 5 χιλιάδων σκλάβων από την Αφρική στη Νότια Αμερική.
Ο επικεφαλής δουλέμπορος, το όνομα του οποίου δεν αποκαλύπτεται πουθενά, περιέγραφε λεπτομερώς το ταξίδι στα ημερολόγιά του.
Ίσως πιο σοκαριστική από τις συνθήκες στις οποίες επιβίωναν οι Αφρικανοί, ήταν η ωμότητα με την οποία ο δουλέμπορος περιέγραφε τις συναλλαγές του.
Η ανθρώπινη ζωή δεν ήταν παρά μια “μονάδα αγοράς”, την οποία αντάλλαζε με χάλκινες χύτρες και πολύχρωμα υφάσματα.
Τον Ιούλιο του 1702, ο “Αετός” απέπλευσε από το λιμάνι του La Rochelle της Γαλλίας, με προορισμό τη Γουϊνέα της Αφρικής.
Το ταξίδι κύλησε ομαλά. Ο δουλέμπορος είχε στην κατοχή του δύο έγγραφα που του εξασφάλιζαν τη συνεργασία δύο ισχυρών κρατών.
Το ένα προερχόταν από την ισπανική κυβέρνηση και δήλωνε ότι είχε παραχωρήσει στην εταιρία “Ασιέντο” το ειδικό προνόμιο της “εισαγωγής νέγρων» στη Νότια Αμερική.
Το δεύτερο ήταν της γαλλικής κυβέρνησης, η οποία είχε προσφέρει στην εταιρία το πολεμικό πλοίο “Αετός” και το εκπαιδευμένο πλήρωμά του για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή προέκυπτε.
Στις 14 Οκτωβρίου, το πλοίο έφτασε στη Γουινέα, όπου βρισκόταν ένα απ’ τα πρακτορεία της εταιρίας Ασσιέντο.
Πρώτη ενέργεια των δουλεμπόρων ήταν να επισκεφτούν τον φύλαρχο της περιοχής και να ζητήσουν, εθιμοτυπικά περισσότερο, την άδειά του.
Ο φύλαρχος δεν ήταν λευκός Ευρωπαίος, άλλα μαύρος και επέβλεπε ο ίδιος τη μεταφορά των συγχωριανών του στις φυτείες της Νότιας Αμερικής.
Έμενε σε μία καλύβα με τοίχους από πασσάλους και στέγη από καλάμια, την οποία ονόμαζε “ανάκτορο”.
Αν και φτωχικό το “ανάκτορο” του αφρικανού φύλαρχου, από αυτό δεν έλειπαν οι ευρωπαϊκές πολυτέλειες.
Ο “θρόνος” του ήταν καλυμμένος με μεταξωτό ύφασμα και διακοσμημένος με χρυσαφένιο σειρήτι.
Η συζήτηση μεταξύ εμπόρων και φύλαρχου ήταν σύντομη και τυπική.
Τον διαβεβαίωσαν για τη τη φιλία και υποστήριξη του βασιλιά, τον παρακάλεσαν να τους παράσχει την προστασία του και ζήτησαν τη άδειά του για να εμπορευθούν στην περιοχή.
Στο ημερολόγιο, ο δουλέμπορος έγραψε: “Κατόπιν, του παρουσιάσαμε τα δώρα που του έστελνε ο βασιλιάς: έναν βαθυκόκκινο μανδύα, μία κελεμπία και ένα καπέλο στολισμένο με άσπρα φτερά.
Ο νέγρος, θαμπωμένος από όλα αυτά τα ωραία πράγματα, μας έκανε με τον τρόπο του χίλιες ευχαριστίες και μας υποσχέθηκε ότι θα παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια για το εμπόριό μας”.
Με αυτά τα λαμπερά “μπιχλιμπίδια” εξαγόρασαν τη συνεργασία του φύλαρχου, ο οποίος παρακολουθούσε ατάραχος, καθώς χιλιάδες άνθρωποι άρχισαν να καταφτάνουν στο λιμάνι, δεμένοι ανά δύο από τον λαιμό με καλάμια από μπαμπού.
“Μονάδα αγοράς” και “ινδική μονάδα”
Οι δουλέμποροι αγόραζαν τους μαύρους, δίνοντας για αντάλλαγμα διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης.
Δεν χρησιμοποιούνταν χρήματα στις συναλλαγές με τους Αφρικάνους, καθώς δεν είχαν καμία αξία στην περιοχή.
Μία μονάδα αγοράς αντιστοιχούσε επισήμως σε δέκα μικρές χάλκινες χύτρες, αλλά η αξία άλλαζε ανάλογα και με τα προϊόντα προς ανταλλαγή.
Υπήρχαν βαρέλια πυρίτιδας, καδένες, σπαθιά, μπλε και κόκκινα σεντόνια, καθρέφτες, μαχαίρια, τρομπέτες, κοσμήματα, βαμβακερά υφάσματα, ακόμα και κουδουνάκια.
Ο δουλέμπορος σημείωνε μάλιστα ότι χρειάζονταν 24 κουδουνάκια για να συμπληρωθεί μία “μονάδα αγοράς”.
Σχολίαζε ότι πολλές φορές είχε προσπαθήσει να ανταλλάξει τους μαύρους με βαρέλια αλκοόλ, αλλά “οι νέγροι σπάνια υπολόγιζαν το αλκοόλ ως συναλλαγή. Το εκτιμούν μόνο όταν τους το προσφέρεις ως δώρο”.
Υπήρχε και μία δεύτερη μονάδα μέτρησης, με την οποία υπολόγιζαν την αξία του νέγρου ως προϊόν.
Ένας νέος άντρας, από 15 έως 35 χρονών, με ψηλό, γεροδεμένο και υγιές παρουσιαστικό αντιστοιχούσε σε μία ινδική μονάδα, η οποία ήταν και η ψηλότερη τιμή.
Μία ινδική μονάδα αντιστοιχούσε σε δέκα μονάδες αγοράς ή αλλιώς 100 χάλκινες χύτρες.
Αντίστοιχα, οι πιο ασθενικοί είχαν και μικρότερη αξία.
Μία γυναίκα είχε αξία 8 μονάδες αγοράς. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, στοίχιζαν από 2 έως 7 μονάδες, ανάλογα την ηλικία τους.
Οι ηλικιωμένοι ήταν «φθηνότεροι» απ’ όλους.
Οι συνθήκες στο πλοίο
Τους έριχναν αλυσοδεμένους στο αμπάρι και για οικονομία χώρου, τους τοποθετούσαν έτσι ώστε τα πόδια του ενός να ακουμπούν στο κεφάλι του άλλου.
Είχαν κυκλοφορήσει μέχρι και εγχειρίδια για την καλύτερη και αποδοτικότερη διάταξη των σκλάβων, ώστε να εξοικονομηθεί χώρος.
Τους τοποθετούσαν σε στίχους των επτά καθέτως προς τον κύριο άξονα του πλοίου, καθιστούς, με τα γόνατα λυγισμένα στο στήθος.
Ήταν αλυσοδεμένοι, ο καθένας με τέσσερις άλλους, μπροστά, πίσω, δεξιά και αριστερά του.
Ο χώρος ήταν τόσο στενός που μόνο μία σειρά μπορούσε κάθε φορά να ξαπλώνει.
Μια φορά την ημέρα, τους ανέβαζαν στο κατάστρωμα για το συσσίτιο.
Συνήθως τους έδιναν να φάνε κουκιά και μετά, τους ανάγκαζαν να χορέψουν, γιατί πίστευαν ότι έτσι διατηρούσαν την καλή φυσική κατάσταση του “φορτίου” τους.
Οι συνθήκες που επικρατούσαν πάνω στο πλοίο της Ασσιέντο ήταν καλύτερες απ’ τις συνηθισμένες, αλλά παρ’ όλα αυτά πολλοί απ’ τους Αφρικάνους πέθαναν από αρρώστιες και εξάντληση.
Ο δουλέμπορος, χωρίς καμία συγκίνηση, έγραψε στο ημερολόγιο: “Οι νέγροι μας πεθαίνουν.
Χθες βράδυ άλλοι δύο και μία νέγρα. Πέντε συνολικά μέσα σε 15 μέρες.
Η Ασσιέντο χάνει χρήματα με όλους αυτούς τους θανάτους”.
Το ταξίδι του δουλέμπορου τελείωσε στις 5 Μαΐου του 1706. Είχε πάει απ’ τη Γαλλία στην Αφρική, τη Νότια Αμερική και πίσω στη Γαλλία.
Το 1711 η εταιρία Ασσιέντο χρεοκόπησε.
Όμως, η άδεια δουλεμπορίου μεταβιβάσθηκε σε αγγλικές εταιρίες, οι οποίες συνέχισαν μέχρι και την απαγόρευση της δουλείας στη Βρετανία, το 1833.