Ο Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμάρας γεννήθηκε τις 29 Νοεμβρίου 1861 στην Κέρκυρα.
Η μητέρα του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ενώ ο πατέρας του από την Κοζάνη και εργαζόταν στο Ελληνικό Βασιλικό Προξενείο.
Ο Σαμάρας παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στην Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας με δάσκαλο τον Σπύρο Ξύνδα.
Ο Ξύνδας ήταν κι αυτός γεννημένος στην Κέρκυρα και είχε διακριθεί για τον εκπληκτικό του ταλέντο στην κιθάρα.
Υπήρξε ο πρώτος που έγραψε όπερα στα ελληνικά και ήταν μαθητής του Τσινγκαρέλλι, όπως ήταν και ο Νικόλαος Μάντζαρος.
Ύστερα από προτροπή του Ξύνδα, ο Σαμάρας το 1874 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών με σκοπό να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές.
Από τον επόμενο χρόνο διδάχθηκε πιάνο, βιολί, ενορχήστρωση και θεωρία έχοντας στο πλευρό του σημαντικούς δάσκαλους όπως ο Άγγελος Μασκερόνι, ο Ερρίκος Στανκαμπιάνο και ο Φρειδερίκος Βολωνίνης.
Το 1881, μετά από έξι χρόνια διδασκαλίας στο Ωδείο Αθηνών, ο Σαμάρας μετακόμισε στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Γαλλία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο περίφημο Conservatoire de Paris (Ωδείο του Παρισιού).
Στο κονσερβατόριο, ο Σαμάρας είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον Γάλλο συνθέτη όπερας και μπαλέτου Λεό Ντελίμπ.
Η αρχή της μεγάλης καριέρας
Ο Σαμάρας στην ηλικία των 24, έφυγε από το Παρίσι και μετακόμισε στην Ιταλία όπου ασχολήθηκε εντατικά με τη σύνθεση όπερας.
Το 1887 ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου η όπερα «Φλόρα Μιράμπιλις» (Flora Mirabilis).
Το 1888 στη Ρώμη ανέβηκε η όπερα «Μετζέ» (Medgè) που την παρακολούθησε και η ελίτ της Ρώμης.
Ακολούθησε η «Λιονέλλα»(Lionella) πάλι στη Σκάλα του Μιλάνου και το 1894 η όπερα «Η Μάρτυς» (La Martire) που ανέβηκε στη Νάπολη.
Η επιτυχία και το ταλέντο του Σαμάρα ήταν αξιοθαύμαστα και οι κριτικοί τέχνης τον κατέταξαν στους κύριους εκπροσώπους του «αληθινού ή ρεαλισμού» (verismo).
Το καλλιτεχνικό αυτό κίνημα, που εμφανίστηκε κυρίως στη λογοτεχνία και τη μουσική, άκμασε μετά το τέλος του Ρομαντισμού και αναπαριστούσε σκηνές σκληρής καθημερινότητας και βίας των απλών ανθρώπων της Ιταλίας.
Ο Πιέτρο Μασκάνι, ο Ρουτζέρο Λεονκαβάλο και ο Τζιάκομο Πουτσίνι ήταν επίσης κορυφαίοι εκπρόσωποι του βερισμού.
Επιτυχημένες ήταν επίσης οι όπερες που ανέβασε «Η Δαμασμένη Μαινάδα» ( La furia domata), «Στόρια ντ’ αμόρε – Η Ξανθούλα» (Storia d’amore o La biondinetta), «Δεσποινίς ντε Μπελίλ» (Mademoiselle de Belle-Isle) και «Ρέα»( Rhea).
Ο Ολυμπιακός Ύμνος
Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων είχε συζητηθεί στη Σορβόννη κατά τη διάρκεια του διεθνούς αθλητικού συνεδρίου που συγκάλεσε το 1894 ο αείμνηστος Πιερ Ντε Κουμπερτέν.
Στο συνέδριο αποφασίστηκε η πρώτη διοργανώτρια των Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων να είναι γενέτειρα χώρα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Το 1896 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτοι Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα.
Ένα χρόνο νωρίτερα, η ΔΟΕ (Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή) ανέθεσε στον Σπύρο Σαμάρα τη σύνθεση ενός Ολυμπιακού Ύμνου.
Ο Σαμάρας υπήρξε φίλος με τον Δημήτρη Βικέλα που ήταν πρόεδρος της Επιτροπής αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και ίσως γι αυτό τον επέλεξε.
Ο Ύμνος σε στίχους του Κωστή Παλαμά και μουσική του Σπύρου Σαμάρα, ακούστηκε για πρώτη φορά στο Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», στα τέλη Ιανουαρίου του 1896.
Η αντίδραση του κόσμου ήταν θετική και το συνολικό αποτέλεσμα επιτυχημένο.
Στις 25 Μαρτίου 1896, ο Βασιλιάς Γεώργιος από το Παναθηναϊκό Στάδιο κήρυξε την τελετή έναρξης των Α’ Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
«Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός λαός!».
Μέχρι το 1956, κάθε διοργανώτρια χώρα ήταν υποχρεωμένη να συνθέτει τον δικό της Ολυμπιακό Ύμνο.
Το 1936, για ευνόητους λόγους, ο Ύμνος των Αγώνων του Βερολίνου σε σύνθεση του Ρίτσαρντ Στράους αποφασίστηκε να είναι ο μόνιμος Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό φυσικά ανακλήθηκε.
Για δύο χρόνια, από το 1954 έως το 1956 επικράτησε ο Ύμνος του Πολωνού Μίχα Σπίσακ.
Το 1958 στους Ολυμπιακούς του Τόκυο, ο Ολυμπιακός Ύμνος του Παλαμά σε μελοποίηση του μουσουργού Σαμάρα καθιερώθηκε και έκτοτε για λίγα λεπτά η ελληνική γλώσσα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και το αρχαίο πνεύμα αθάνατο ακούγεται σε κάθε Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων όπως ακούστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004:
Επιστροφή στην Αθήνα
Ο Σαμάρας επέστρεψε στην αγαπημένη του πατρίδα το 1911.
Αν και η καριέρα του γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση στο εξωτερικό, ποτέ δεν ξέχασε την Ελλάδα και την Κέρκυρα.
Προτού γυρίσει μόνιμα, το 1889 η όπερα του «Φλόρα Μιράμπιλις» παρουσιάστηκε πρώτα στην Κέρκυρα και έπειτα στην Αθήνα με την ονομασία «Θαυμαστή Ανθώ».
Το 1914 ο Σαμάρας παντρεύτηκε την Άννα Αντωνοπούλου, δεξιοτέχνη του πιάνου.
Ο γυρισμός ωστόσο του μουσουργού ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Σαμάρας θα γινόταν Διευθυντής του Ωδείου Αθηνών.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Λεωτσάκο, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ σκεφτόταν να δώσει την θέση στα Σαμάρα, κάτι που τελικά δεν έγινε.
Δυστυχώς, το έργο του σπουδαίου συνθέτη δεν εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό και ο Σαμάρας συχνά αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τους μουσικούς παράγοντες της Ελλάδας.
Ο Σαμάρας, για οικονομικούς λόγους, στράφηκε σε ένα λιγότερο βαρύ μουσικό είδος, την οπερέτα και έγραψε έργα όπως Πόλεμος εν πολέμω, Η πριγκήπισσα της Σασσώνος, Η πριγκήπισσα της Σασσώνος.
Έγραψε επίσης κομμάτια για πιάνο και αρκετά τραγούδια, από τα οποία ξεχωρίζει ο λυρικός κύκλος Επινίκεια.
Στις 7 Απριλίου του 1917, ο σπουδαίος επτανήσιος συνθέτης πέθανε από νεφρίτιδα.
Η καταγωγή του από την Ελλάδα, οι ανώτατες σπουδές στην Γαλλία και η σταδιοδρομία στην Ιταλία, σμίλευσαν ένα αξιέπαινο καλλιτέχνη, κύριο εκπρόσωπο του ιταλικού βερισμού που άνοιξε τον δρόμο για τη σταδιακή αναθεώρηση και καθιέρωση της κλασικής μουσικής στην Ελλάδα, έστω και αν έχει αναφορά σε ένα μικρό ακροατήριο.