To 1864 ο Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν πάμπτωχος.
Πήγαινε απ’ τη μια πόλη στην άλλη προσπαθώντας να ανεβάσεις τις όπερές του.
Τότε, σαν να τον είχε αγγίζει η καλή νεράιδα με το ραβδί της, η τύχη του άλλαξε.
Στην περίπτωσή του, η νεράιδα ήταν ο 18χρονος Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας, ο ωραίος και μεγαλοπρεπής βασιλιάς που ήδη σχολιαζόταν για τις σχέσεις του με τους νεαρούς σταβλίτες.
Ο Λουδοβίκος λάτρευε τα έργα του Βάγκνερ. Μία από τις πρώτες ενέργειες του ήταν να καλέσει τον Βάγκνερ στο Μόναχο, να τακτοποιήσει τα χρέη του και να του προσφέρει έναν γενναίο μισθό. Επρόκειτο για θαύμα.
Ο Βάγκνερ είχε μόνο ένα αίτημα: μήπως μπορούσε να βρεθεί μια δουλειά στην Αυλή για τον φίλο του, τον Χανς Φον Μπίλοφ.
Ο Μπίλοφ ήταν ταλαντούχος συνθέτης και πρώην προστατευόμενος του Φραντς Λιστ.
Αλλά δεν ήταν αυτό που τον έκανε φίλο του Βάγκνερ. Ήταν το ότι ο Βάγκνερ έκανε κέφι τη γυναίκα του Μπίλοφ, την Κόζιμα, κόρη του Λιστ.
Χάρη στον Λουδοβίκο, οι Μπίλοφ έγιναν γείτονες του Βάγκνερ.
Σύντομα η Κόζιμα έμεινε έγκυος. Γέννησε την κόρη της, την Ιζόλδη.
Κι αυτήν την Ιζόλδη, δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος συνθέτης τη δημιούργησε.
Το Μόναχο σκανδαλίστηκε.
Επίσης, αγανάκτησε με τα ποσά που ξόδευε ο Λουδοβίκος για τις περίφημης παραγωγές του Βάγκνερ και την επιρροή του συνθέτη στην κυβέρνηση.
Τελικά, ο Λουδοβίκος αναγκάστηκε να ζητήσει από τον Βάγκνερ να φύγει. Απέκτησαν τρία παιδιά και η Κόζιμα αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής της στην προώθηση του συζύγου της.
Πού ‘ν’ το, πού ‘ν’ το το δαχτυλίδι
Σε μια ήρεμη περίοδο στην Ελβετία, ο Βάγκνερ ολοκλήρωσε τον κύκλο του Δαχτυλιδιού, αφού πρώτα τελείωσε τον Ζίγκφριντ το 1871 και το Λυκόφως των Θεών το 1874.
Με αυτά πίστευε ότι άγγιζε το «Gesamtkunstwerk» που ονειρευόταν πάντα, το ολικό έργο τέχνης που θα εμψύχωνε τον γερμανικό λαό.
Όμως, καμιά συμβατική αίθουσα δεν ήταν κατάλληλη για το Δαχτυλίδι.
Ο Βάγκνερ φανταζόταν ένα κτίριο σχεδιασμένο γι’ αυτό το σκοπό, όπου όλος ο κύκλος θα παιζόταν κάθε χρόνο, υπό τον δικό του έλεγχο.
Το 1872 μετακόμισε με την Κόζιμα στο Μπαϊρόιτ της βόρειας Βαυαρίας.
Ο Βάγκνερ, στην Αίθουσα Συναυλιών, διεύθυνε κάθε τομέα, από την αρχιτεκτονική μέχρι τα κοστούμια.
Στις 13 Φεβρουαρίου του 1883, ο Βάγκνερ πέθανε από καρδιακή προσβολή ύστερα από ένα καυγά με την γυναίκα του.
Η Κόζιμα αφιέρωσε όλη της την ενέργεια στην προώθηση του Βάγκνερ και του Μπαϊρόιτ.
Σήμερα, οι αφοσιωμένοι θαυμαστές περιμένουν έως και δέκα χρόνια για να βρουν εισιτήρια για το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ.
Το εβραϊκό ζήτημα του Βάγκνερ
Είναι γνωστό ότι ο Βάγκνερ ήταν αντισημίτης.
Λιγότερο σαφές είναι το πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον αντισημιτισμό του.
Κάποιοι θεωρούν ότι οι πεποιθήσεις του αποτελούν προϊόν της εποχής του.
Όμως, οι απόψεις του Βάγκνερ ήταν ακραίες ακόμα και για την εποχή.
Η αντιπάθειά του προέκυψε όταν εκείνος ανακήρυξε εχθρούς του δύο συγκεκριμένους Εβραίους: τους συνθέτες Τζάκομο Μέγιερμπερ και Φέλιξ Μέντελσον, ο οποίος ήταν πιστός Λουθηρανός.
Πίστευε ότι η ψυχρότητα των Μέγιερμπερ και Μέντελσον απένταντι στις όπερές του ήταν δείγμα της φύσης τους.
Έτσι κατέληξαν να συμβολίζουν καθετί το εχθρικό προς αυτόν.
Τελικά, τα αντιεβραϊκά του αισθήματα έγιναν κεντρικό θέμα της περίπλοκης όσο και εξωφρενικής μυθολογίας του.
Ο Βάγκνερ πίστευε ότι μια ανώτερη φυλή από την ανατολή είχε μολυνθεί όταν κινήθηκε προς τα δυτικά, συνάντησε Εβραίους κι άρχισε να τρώει κρέας.
Πλέον οι Άριοι, απόγονοι εκείνης της ανώτερης φυλής, όφειλαν να ανακτήσουν την υπεράνθρωπη υπόσταση τους εξαλείφοντας την εβραϊκή επιρροή.
Αν όλα αυτά σας μοιάζουν οικεία, δεν πέφτετε έξω.
Ο Χίτλερ διάβασε όλα τα κείμενα του Βάγκνερ όταν ετοίμαζε το βιβλίο του:“Ο Αγών μου”.
Οικογενειακή Παράδοση
Το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ είναι εξίσου διάσημο για τα δράματα των παρασκηνίων όσο και για τις επί σκηνής τραγωδίες.
Η Κόζιμα το διεύθυνε με αυταρχισμό έως το 1906, οπότε θεώρησε ότι ο γιος της, ο Ζίγκφριντ ήταν σε κατάλληλη ηλικία για να αναλάβει.
Το 1915, ο κατά τα φαινόμενα αμφιφυλόφιλος Ζίγκφριντ, προσπάθησε να σταματήσει τις φήμες για τη σεξουαλικότητά του και παντρεύτηκε μια Αγγλίδα ονόματι Γουίνιφρεντ Κλίντγουορθ.
Εκείνη απέδειξε αμέσως τον ανδρισμό του, κάνοντας τέσσερα παιδιά σε ισάριθμα χρόνια.
Ο Ζίγκφριντ πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1930, λίγο αφότου η Γουίνιφρεντ συνάντησε τον ήρωά της, τον ανερχόμενο πολιτικό Αδόλφο Χίτλερ.
Ο Χίτλερ λάτρευε τον Βάγκνερ και συχνά πήγαινε στο Μπαϊρόιτ κι έπαιζε στον κήπο με τα παιδιά της Γουίνιφρεντ.
Ήταν τόσο αφοσιωμένος στο φεστιβάλ, ώστε του προσέφερε κυβερνητική βοήθεια ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου και φρόντιζε να έχει πάντα κοινό, στέλνοντας ως θεατές εργάτες και αδειούχους στρατιώτες.
Η κορη της Γουίνιφρεντ, η Φρίντελιντ ήταν η μόνη από την οικογένεια Βάγκνερ που είχε κάποια αίσθηση του τι σήμαιναν τα παραληρήματα του Χίτλερ. Στον πόλεμο έφυγε απ’ τη Γερμανία και πήγε στην Αγγλία όπου έγραψε μια σειρά από συνταρακτικά άρθρα για τον άνθρωπο που αποκαλούσε “Uncle Wolfie”, δηλαδή “Θείο Λύκο”.
Μέτα τον πόλεμο, η οικογένεια έμεινε με ένα φεστιβάλ τραυματισμένο τόσο από τη σχέση του με τους Ναζί όσο κι από τις βόμβες των Συμμάχων.
Η Γουίνιφρεντ καταδικάστηκε σε αστυνομική επιτήρηση για τη στενή της σχέση με τον Χίτλερ, αν και πάντα επέμενε ανερυθρίαστα ότι δεν είχε ιδέα για την πολιτική του.
Οι Βίλαντ και Βόλφγκανγκ, εγγονοί του διάσημου συνθέτη και δισέγγονοι του Λιστ, αποφάσισαν να συνεχίσουν το φεστιβάλ.
Ο Βόλφανγκ ήταν μέλος της χιτλερικής νεολαίας και τραυματίστηκε σοβαρά στην εισβολή στην Πολωνία. Στο νοσοκομείο τον επισκέφθηκε και ο «θείος Χίτλερ».
Το περίφημο φεστιβάλ, διοργανώνεται ετησίως μέχρι σήμερα, συνήθως από τα τέλη Ιουλίου έως τα τέλη Αυγούστου.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».