Τον Νοέμβριο του 1940 οι εξελίξεις στο αλβανικό μέτωπο είναι δυσμενείς για την φασιστική Ιταλία. Ο Ελληνικός Στρατός, μετά την επιτυχή απόκρουση των ιταλικών στρατευμάτων, εξαπέλυσε ορμητική αντεπίθεση.
Ο Χίτλερ εμφανίστηκε διατεθειμένος να μεσολαβήσει μεταξύ των εμπολέμων ώστε να κλείσει το γρηγορότερο η βαλκανική αυτή πληγή που άνοιξε η «ηλίθια» (σύμφωνα με τα λεγόμενα του) ιταλική εκστρατεία.
Μια συνθήκη ειρήνης η οποία θα υπογραφόταν όσο το δυνατόν πιο σύντομα ήταν, λοιπόν, το ζητούμενο για τη Γερμανία.
Αυτήν την ειρήνη, όμως, δεν επρόκειτο να τη ζητήσουν οι Έλληνες.
Αλλά ούτε και οι Ιταλοί τολμούσαν να ζητήσουν ειρήνη, καθώς αυτό θα ήταν άμεση παραδοχή της ήττας τους. Η γερμανική κυβέρνηση αναγκάσθηκε να αναλάβει πρωτοβουλία. Στα μέσα Νοεμβρίου, ο στρατιωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, συνταγματάρχης Κλεμ φον Χόχενμπεργκ (έμπιστος και συνεργάτης του αρχηγού των Υπηρεσιών Πληροφοριών φον Κανάρη), βολιδοσκόπησε μέλη της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με το υπό ποιους όρους θα δέχονταν τη σύναψη ειρήνης με την Ιταλία.
Στις 4 Δεκεμβρίου, ο στρατηγός Σοντού είχε τηλεγραφήσει στη Ρώμη και φανέρωνε την ανάγκη εξεύρεσης «πολιτικής λύσης» και ο Μουσολίνι σκέφθηκε προς στιγμήν να ζητήσει τη γερμανική μεσολάβηση για τη σύναψη ανακωχής.
Ο Χίτλερ έστειλε τον Κανάρη στη Μαδρίτη, αφ’ ενός για να πιέσει τον Φράνκο να επιτρέψει την είσοδο γερμανικών στρατευμάτων προς κατάληψη του Γιβραλτάρ και να κινηθεί ο ίδιος εναντίον των Βρετανών και αφ’ ετέρου για να διαβιβάσει -έμμεσα- στον Έλληνα πρεσβευτή στη Μαδρίτη προτάσεις για ειρήνευση.
Ως μεσάζων για το διάβημα αυτό χρησιμοποιήθηκε ο Ούγγρος στρατηγός Αντόρκα -πρεσβευτής της Ουγγαρίας στη Μαδρίτη και παλαιός φίλος του Κανάρη. Ο Αντόρκα συναντήθηκε με τον Έλληνα πρεσβευτή Περ. Ιακ. Αργυρόπουλο, τον διαβεβαίωσε ότι τον επισκέπτεται κατόπιν επίσημης υπόδειξης της γερμανικής κυβέρνησης και του πρότεινε το εξής σχέδιο ειρήνευσης:
Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές θα προχωρούσαν αμέσως στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει τις θέσεις τις οποίες κατέλαβε ο στρατός της στην Αλβανία. Προς αποφυγή μελλοντικών επεισοδίων μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών θα δημιουργείτο νεκρή ζώνη, εντός της οποίας θα παρεμβάλλονταν γερμανικές στρατιωτικές μονάδες ως εγγυήτριες της συνθήκης.
Η γερμανική κυβέρνηση, αν δεχόταν η ελληνική, θα ανελάμβανε να πείσει την ιταλική πλευρά να δεχθεί τους όρους.
Φυσικά, η Ελλάδα θα καθίστατο εκ νέου ουδέτερη χώρα και θα μεριμνούσε, ώστε να αποχωρήσουν όλες οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο έδαφός της.
Ο Αργυρόπουλος γνωστοποίησε το προτεινόμενο σχέδιο ειρήνης στην Αθήνα και με μια συνοδευτική αναλυτική έκθεση πρότεινε την αποδοχή του, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Το τι συνέβη και η ελληνική κυβέρνηση δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια, ούτε καν σε μια τυπική απάντηση προς τον πρεσβευτή της είναι κάτι που ίσως δεν μάθουμε ποτέ.
Παράλληλα με την ενέργεια αυτή του Κανάρη, και κατά το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, ο υπουργός Ασφαλείας της κυβέρνησης Κ. Μανιαδάκης δέχθηκε την επίσκεψη του καθηγητή Μπέρινγκερ, μορφωτικού ακολούθου της γερμανικής πρεσβείας και ενός προσώπου του οποίου δεν αποκάλυψε το όνομα, αλλά ισχυρίσθηκε ότι ενεργούσε κατ’ εντολή του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας Ι. φον Ρίμπεντροπ.
Ο μυστηριώδης αυτός απεσταλμένος επανέλαβε ακριβώς τις προτάσεις του Αντόρκα.
Ο Μανιαδάκης τους ρώτησε γιατί δεν απευθύνονταν στον αρμόδιο υπουργό.
Του απάντησαν πως επιθυμία του Χίτλερ ήταν να μη χρησιμοποιηθεί για ένα τόσο σοβαρό θέμα η διπλωματική οδός, που δεν φημιζόταν για την εχεμύθειά της.
Ο Μανιαδάκης ενημέρωσε τον Μεταξά. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο Έλληνας πρωθυπουργός εξεδήλωσε ζωηρό ενδιαφέρον για τις προτάσεις αυτές, αλλά επιθυμούσε να καθυστερήσει την αποδοχή των διαπραγματεύσεων. Ο Ελληνικός Στρατός σημείωνε συνεχείς νίκες και κάθε ημέρα που περνούσε αύξανε τις πιθανότητες να διαπραγματευθεί η Ελλάδα την ειρήνη από πλεονεκτικότερη θέση. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, περίμενε οι γερμανικές προτάσεις να τεθούν με επίσημη μορφή.
Είναι πολύ πιθανόν, πάντως, πως προς χάριν της μυστικότητας που απαιτούσαν οι Γερμανοί, να μην έδωσε συνέχεια στην αναφορά του Αργυρόπουλου.
Με αυτές τις δύο προσεγγίσεις οι ελληνογερμανικές συνεννοήσεις τέθηκαν σε κάποια βάση. Δεν γνωρίζουμε αν προχώρησαν επάνω στο ίδιο μυστικό πλαίσιο. Αν όντως συνέβη αυτό, το βέβαιο είναι ότι διεκόπησαν αμέσως μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Μεταξά.
Η «ηλίθια εκστρατεία του Μουσολίνι» θα έληγε με ήττα των Ιταλών, αλλά και την εισβολή των Γερμανών.
Nίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός