Ο Ζιλ Ντε Ρε υπήρξε ένας από τους πιο δραστήριους στρατιωτικούς ηγέτες στην ιστορία της Γαλλίας. Πολέμησε γενναία στο πλευρό της Ιωάννας της Λωραίνης, στον Εκατονταετή Πόλεμο κατά των Άγγλων.
Η φήμη του ωστόσο έχει επισκιαστεί, αφού οι ιστορικοί τον χαρακτήρισαν ως «τον πιο μοχθηρό και αιμοδιψή κατά συρροή δολοφόνο που έζησε ποτέ».
Η απομόνωση του Ντε Ρε στο κάστρο
Το 1430, ο Ζιλ Ντε Ρε είχε ήδη διαγράψει λαμπρή πορεία στο στρατό. Έχοντας πλέον κουραστεί, αποσύρθηκε σιγά – σιγά από τα εγκόσμια. Περνούσε τον περισσότερο διάστημα κλειδωμένος στο κάστρο του στη δυτική Γαλλία. Είχε απομονωθεί και αποστρεφόταν τις πολλές συναναστροφές.
Ξεκίνησε να πειραματίζεται με πρακτικές μυστικισμού και σκοταδισμού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μετατραπεί τελικά σε αιμοδιψή δολοφόνο.
Δολοφονούσε και τεμάχιζε μικρά παιδιά στο κάστρο του
Το κάστρο του περιστοιχιζόταν από χωριά, στα οποία κατοικούσαν φτωχοί χωρικοί. Πολλές φορές εξαθλιωμένα και πεινασμένα παιδιά έφταναν μέχρι την πόρτα του και ζητούσαν φαγητό ή ελεημοσύνη.
Ο Ρε άδραξε την ευκαιρία.
Το 1431, άρχισε να απαγάγει και να δολοφονεί τα παιδιά που τολμούσαν να πατήσουν το πόδι τους στην ιδιοκτησία του.
Σύμφωνα με το θρύλο, ακρωτηρίαζε ή αποκεφάλιζε τα θύματα του και στη συνέχεια τα θυσίαζε στο όνομα του Σατανά και σε άλλους δαίμονες.
Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Ρε ασελγούσε σεξουαλικά σε βάρος των παιδιών μετά θάνατο, και έτριβε τα ακρωτηριασμένα μέλη στο κορμί του, για ευχαρίστηση.
Οι υποψίες, οι έρευνες και η σύλληψη
Επί 9 χρόνια ο Ρε συνέχισε τη δράση του ανενόχλητος, αφού οι χωρικοί δεν είχαν ούτε τη δύναμη, ούτε τα μέσα για να τον εμποδίσουν. Τα πράγματα άλλαξαν όταν το 1440, ο Ρε επιτέθηκε σε έναν ιερέα, λόγω κτηματικών διαφορών.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η Εκκλησία να στρέψει την προσοχή της στον πρώην στρατιωτικό. Ξεκίνησαν αμέσως έρευνες ώστε να εξακριβωθεί εάν ο Ρε σχετιζόταν με τις εξαφανίσεις των παιδιών.
Τον κάλεσαν σε ανάκριση και τον απείλησαν με αφορισμό, σε περίπτωση που απέκρυπτε την αλήθεια.
Ομολόγησε ότι είχε δολοφονήσει περισσότερα από 140 παιδιά, όλα τους αγόρια και ότι ασκούσε μαύρη μαγεία. «Όταν τα παιδιά ξεψυχούσαν, τα φιλούσα στο κεφάλι. Εκείνα που ήταν πιο όμορφα και είχαν και τα πιο ωραία άκρα, τα κρατούσα και τα θαύμαζα. Τα τεμάχιζα. Μου άρεσε να παρατηρώ τα όργανά τους. Καθόμουν πάνω στα στομάχια τους και απολάμβανα να τα βλέπω να οδηγούνται προς το θάνατο. Γελούσα πολύ», είχε πει στην κατάθεση του ο Ρε.
Ύστερα από έρευνες στο κάστρο, βρέθηκαν 40 γυμνά πτώματα σε προχωρημένη αποσύνθεση. Τα υπόλοιπα δεν εντοπίστηκαν ποτέ. Όπως είχε ισχυριστεί ο Ρε, πολλά από τα σώματα τα έκαιγε στο τζάκι του υπνοδωματίου του. Στη συνέχεια, πετούσε τις στάχτες στο βόθρο, σε τάφρους ή σε άλλα μέρη.
Στις 23 Οκτωβρίου του 1440, η σύζυγος του Ρε, Ενρικέτα, παραδέχτηκε ότι ήταν συνεργός του στα αποτρόπαια εγκλήματα.
Η καταδίκη και η εκτέλεση
Ο Ζιλ Ντε Ρε και η Ενρικέτα οδηγήθηκαν σε δίκη με κατηγορίες για ανθρωποκτονία, σοδομισμό, συμμετοχή σε αίρεση και άσκηση μαύρης μαγείας.
Καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού και κάψιμο στην πυρά.
Στις 26 Οκτωβρίου του 1440, ο Ρε κρεμάστηκε. Το σώμα του διαμελίστηκε, κάηκε και η τέφρα δόθηκε σε συγγενικά πρόσωπα για να ταφεί.
Η Ενρικέτα εκτελέστηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η μόνη διαφορά ήταν ότι εκείνη δεν θάφτηκε. Οι στάχτες της διασκορπίστηκαν σε άγνωστο σημείο.
Η ανατροπή
Πεντακόσια χρόνια μετά την εκτέλεση του Ζιλ Ντε Ρε, ιστορικοί αποφάσισαν να ανοίξουν ξανά την υπόθεση, ώστε να επιβεβαιώσουν την ενοχή του, η οποία τον οδήγησε στο θάνατο. Έπειτα από ενδελεχή έρευνα, ένας δικαστής έκρινε ότι ο Ρε ήταν αθώος για τις δολοφονίες, παρότι ομολόγησε. Όπως τόνισε, ο Ρε είχε γίνει πιθανότατα στόχος άλλων ευγενών, επειδή αρνήθηκε να παραχωρήσει την ιδιοκτησία του.
Παρά την απόφαση του δικαστή το 2013, πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν στην ενοχή του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: