Έζησε ως επαίτης, μισθοφόρος, εργάτης, έμπορος όπλων, επιστάτης και επιχειρηματίας.Τον χαρακτήριζαν ως αναρχικό, αποκρουστικό, αναιδή ενώ η εμφάνισή του δεν βοηθούσε ποτέ στο να προσελκύσει τη συμπάθεια του κόσμου.
Αν και εγκατέλειψε την ποίηση στα 20 του χρόνια, μεταμορφώθηκε στον κυριότερο εκπρόσωπο του συμβολισμού ενώ το έργο του επηρέασε σημαντικούς καλλιτέχνες όπως τον Πικάσο, τον Ντύλαν και τον Μόρισον.
Ο Άρθουρ Ρεμπώ πέθανε στα 37 του χρόνια. Μέχρι τότε όμως είχε καταφέρει να κτίσει ένα θρύλο γύρω από το όνομά του.
Ο μυστηριώδης ποιητής, στην πολύχρονη περιπλάνησή του, έζησε και στην Κύπρο όπου και εργάστηκε ως επιστάτης στα λατομεία της Ξυλοφάγου και της Ορόκλινης.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1878, αποβιβάστηκε στη Λάρνακα με μία μικρή βαλίτσα.
Είχε ήδη υπογράψει συμβόλαιο με τον Οίκο Maison Thial Jean et Cie, εταιρεία η οποία εκμεταλλευόταν τα λατομεία του νησιού.
Βρήκε ένα άλογο, το καβάλησε κι άρχισε να περιφέρεται στους ανώμαλους χωματόδρομους της επαρχίας.
Προχώρησε αρκετά όταν βρήκε μία καλύβα κοντά στη θάλασσα της Λάρνακας.
«Αποβιβάστηκε» και μπήκε στο νέο του σπίτι. Η νέα του ζωή δεν ήταν ιδιαίτερα συναρπαστική.
Όπως γράφει στη μητέρα του, στη νέα του δουλειά ερχόταν συχνά σε επαφή με τους χωρικούς εργάτες, κάτι το οποίο δεν του έδινε μεγάλη ευχαρίστηση. Επέβλεπε την εργασία τους, έλεγχε τα ονόματα και τις ώρες εργασίας τους, ήταν υπεύθυνος για τα υλικά, έδινε εκθέσεις στην εταιρεία και πλήρωνε τους εργάτες.
Η παρουσία του είχε προξενήσει φοβερή εντύπωση στους Κύπριους οι οποίοι είχαν γίνει «στενός κορσές» στη ζωή του.
Κάτι που εκνεύριζε πολύ τον Γάλλο ποιητή, ήταν η παρουσία τους τα βράδια. Την ώρα που μαγείρευε, οι χωρικοί περικύκλωναν την καλύβα του, κάθονταν σταυροπόδι και παρακολουθούσαν τις κινήσεις του ενδελεχώς αφού πίστευαν πως μπορούσε να καλέσει το κακό μάτι που έφερνε φοβερές αρρώστιες.
Ωστόσο δεν εκδήλωσε ποτέ τη δυσαρέσκειά του απέναντί τους.
Κοιμόταν τα μεσημέρια μαζί τους κάτω από τη σκιά μιας ελιάς κι έτρωγε καρπούζι για να απαλύνει την αίσθηση της αφόρητης ζέστης.
Έξι μήνες μετά, ο Άρθουρ Ρεμπώ επέστρεψε στη Γαλλία για να αναρρώσει από τον τυφοειδή πυρετό που απέκτησε στα λατομεία της Λάρνακας. Το 1880 επέστρεψε στην Κύπρο και αυτή τη φορά έμεινε στο Τρόοδος όπου επέβλεπε τις εργασίες στο κτίσιμο της θερινής κατοικίας του Κυβερνήτη, τη σημερινή προεδρική θερινή κατοικία.
Στη δεύτερη παραμονή του όμως, η ζωή του στο νησί άρχισε να γίνεται ανυπόφορη.
Ένιωθε υπερβολική μοναξιά ενώ μισούσε τους εργάτες που τον περιτριγύριζαν.
«…Μισώ τις δουλειές, τα αφεντικά, τους εργάτες, όλους τους χωρικούς», έγραφε στους φίλους του πληροφορώντας τους για τη νέα του αφόρητη ζωή.
Η απέχθειά του μεγάλωσε όταν ένα βράδυ οι χωρικοί μέθυσαν, λεηλάτησαν την καλύβα του και έκλεψαν το μικρό χρηματοκιβώτιό του. Τότε έγραψε για την κοινωνία «Ουδέποτε ανήκα σε αυτή την φυλή. Δεν καταλαβαίνω από νόμους, δεν ξέρω τι σημαίνει ηθική, είμαι ένα κτήνος».
Η ζωή του Ρεμπώ
Γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1854 στην αγροτική περιοχή Σάρλβιβ.
Έζησε δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, όταν τους εγκατέλειψε ο πατέρας του και η μητέρα του ασκούσε πάνω του ασφυκτική επίβλεψη.
Χωρίς καθόλου φίλους αφιερώθηκε στο διάβασμα όπου και εντυπωσίαζε τους καθηγητές του με τις εξαιρετικές του επιδόσεις.
Στο μεταξύ είχε ήδη αρχίσει να γράφει ποιήματα και να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού.
Σε μία προσπάθειά του να απαλλαχτεί από την αυταρχική μητέρα του, έγραψε μία επιστολή στον Βερλαίν στην οποία τόνιζε τον θαυμασμό του ενώ παράλληλε τόνιζε την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Παρίσι.
Ο Βερλαίν, εντυπωσιασμένος από την ποιητική ευφυΐα του Ρεμπώ, πρότεινε στον νεαρό ποιητή να μείνει στο σπίτι του και έγιναν εραστές ενώ η γυναίκα του Βερλαίν έξαλλη παρακολουθούσε την κατάσταση.
Αυτό ήταν και η αρχή μίας θυελλώδης σχέσης που κατέστρεψε την οικογένεια του Βερλαίν και τον ίδιο, ιδίως μετά από ένα έντονο επεισόδιο στο οποίο πυροβόλησε τον Ρεμπώ.
Στα 20 του εγκατέλειψε την ποίηση και αποφάσισε να εργαστεί στον ολλανδικό στρατό λόγω των οικονομικών απολαβών.Όμως λιποτάκτησε και τότε άρχισε η μεγάλη του περιπλάνηση κατά την οποία έκανε αρκετές δουλειές οι οποίες πάντα τον οδηγούσαν στην αποτυχία.
Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του, πρήστηκε το γόνατό του δημιουργώντας ένα είδος καρκινώματος το οποίο τελικά τον οδήγησε στον θάνατο.
Πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1981 σε ηλικία 37 ετών.
Το έργο που άφησε πίσω του θεωρήθηκε ως ένα από τα κυριότερα του 20ου αιώνα, ενώ συγκαταλέγεται στους πατέρες του μοντερνισμού.
Με πληροφορίες από Κυπριακή Επιθεώρηση, Οκτώβριος 1954
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Ο σοβιετικός κοσμοναύτης Γκαγκάριν γίνεται πολίτης Αμμοχώστου και Λεμεσού. Γιατί οι πολίτες τραγουδούσαν «ο Γιούρι Γκαγκάριν επήεν στο φεγγάριν να φέρει μανίταριν, να φαν οι Αμερικάνοι» …