Στις αρχές του 1800 στα σκλαβωμένα Χανιά της Κρήτης, οι αγάδες των γύρω χωριών εισέβαλαν στα καφενεία και έδιωχναν όλους τους Χριστιανούς καβάλα στα άλογα τους. Τους αντιμετώπιζαν σαν μιάσματα, απέστρεφαν τα πρόσωπά τους και πυροβολούσαν τους σταυρούς.
Μέσα σε αυτή την κόλαση υπήρχε ένα φαρμακείο, του Νικόλα Ρενιέρη, απ΄ όπου περνούσαν όλοι οι διανοούμενοι Χριστιανοί της πόλης για να πάρουν κουράγιο και να ακούσουν τα σοφά του λόγια. Ο Νικόλας Ρενιέρης ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας και είχε σπουδάσει ιατρική στο εξωτερικό.
Λόγω της ευγενούς προσωπικότητας του, από το φαρμακείο του περνούσαν και μερικοί φιλήσυχοι Τούρκοι για να ακούσουν τις συμβουλές του και να πιουν μαζί του ένα καφέ. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο λαδέμπορος Πασβάνογλου, ένας Τούρκος ευγενής αλλά και φανατικός Μουσουλμάνος.
Οι μυστηριώδεις εξαφανίσεις Τούρκων
Εκείνη την εποχή οι μυστηριώδεις εξαφανίσεις Τούρκων απασχολούσαν τις αρχές. Κάθε τόσο χανόταν από την πόλη και ένας Τούρκος και κανένας δεν έβρισκε τα ίχνη τους, ούτε κάποιο πτώμα που θα υποδήλωνε τη δολοφονία τους. Μια μέρα στο φαρμακείο του Ρενιέρη, έγινε λόγος για την εξαφάνιση κάποιου Σελίμ Αγά. Ο Πασβάνογλου άκουσε ότι είχαν συλλάβει κάποιον Χριστιανό ως ύποπτο, τον οποίο είχε κακοποιήσει ο Σελίμ, και τον βασάνιζαν μέχρι να ομολογήσει για τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις των Τούρκων.
Τότε ο Πασβάνογλου βγήκε έξω από το φαρμακείο και ειδοποίησε εμπιστευτικώς τον κρατούμενο για να χρησιμοποιήσει ως άλλοθι ότι δούλευε στο λαδάδικο του Πασβάνογλου την ημέρα που εξαφανίστηκε το ο Σελίμ. Πράγματι ο κρατούμενος ισχυρίστηκε ότι δούλευε στο μαγαζί και τον άφησαν ελεύθερο.
Ο Ρενιέρης ρώτησε τον Πασβάνογλου, γιατί βοήθησε τον Χριστιανό. Εκείνος του ζήτησε να πάνε στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στο Ακρωτήρι. Πήραν τα γαϊδούρια και πήγαν στο μοναστήρι. Μπήκαν στην εκκλησία και εκεί ο Πασβάνογλου πήρε κρυφά μια εικόνα του Χριστού. Μόλις βγήκαν έξω, έβγαλε την εικόνα και όρκισε τον Ρενιέρη πως ότι ειπωθεί θα μείνει μυστικό για πάντα.
Η εξομολόγηση
Τότε ο Πασβάνογλου εξομολογήθηκε στον Ρενιέρη ότι ήταν Χριστιανός και ότι καταγόταν από την Ανώπολη Σφακίων, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Θεοχάρης Γιουρμέτης. Όπως διηγήθηκε στο Ρενιέρη, σε ηλικία 10 χρόνων, ο δευτερντάρης των Χανιών τον πάντρεψε με την κόρη του και τον έκανε Τούρκο.
Όλοι μαζί έμεναν στην Φιλιππούπολη, αλλά μέσα σε λίγα χρόνια η μοίρα τον χτύπησε αλύπητα. Η γυναίκα του πέθανε στη γέννα, λίγο αργότερα έχασε τον πεθερό του, ενώ μετά από μερικά χρόνια πέθανε και ο γιος του. Έτσι αποφάσισε να τα πουλήσει όλα και να επιστρέψει στο πατρικό του στην Ανώπολη Σφακίων.
Όπως αποκάλυψε στον Ρενιέρη, οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τη μητέρα του, ενώ ο γενίτσαρος Καυκάλας είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Θέλοντας να πάρει εκδίκηση για τη «δολοφονία» των γονιών του, έμεινε στα Χανιά και άνοιξε λαδάδικο. Πήρε στη δούλεψή του άλλους δύο γεροδεμένους άνδρες και άρχισαν να αρπάζουν Τούρκους και να τους «ψήνουν» στο σαπωνοποιείο που είχε στο μαγαζί του.
Μέχρι τη στιγμή της εξομολόγησής του, είχε σκοτώσει ήδη 47 Τούρκους και δεν ήξερε εάν έπρεπε να συνεχίσει ή να επιστρέψει στην Φιλιππούπολη.
Ο Ρενιέρης τρομαγμένος τον συμβούλεψε να τραπεί σε φυγή και ο Γιουρμέτης ακολούθησε την συμβουλή του.
Το τέλος
Μετά από μερικά χρόνια ο Ρενιέρης αναζήτησε τα ίχνη του Πασβάνογλου, ενώ είχε κρατήσει καλά κρυμμένο το ένοχο μυστικό του. Ρώτησε λοιπόν τον αρχιμανδρίτη Αγάπιο της Φιλιππούπολης, εάν γνώρισε κάποιον Πασβάνογλου και εκείνος του είπε πως το 1824 τον απαγχόνισαν γιατί αποκαλύφθηκαν οι δολοφονίες που είχε κάνει.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από το επιστημονικό περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», του εκδοτικού οργανισμού «Πάπυρος»