Ο Λεονάρντο γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1452 στην κωμόπολη Βίντσι στους λόφους της Τοσκάνης.
Το ειδυλλιακό τοπίο δεν κατόπτριζε την οικογενειακή του κατάσταση: νόθος γιος γονέων από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, ο Λεονάρντο έζησε με τον πατέρα του, που παντρεύτηκε άλλη γυναίκα.
Ανεβαίνοντας την κοινωνική κλίμακα, έγινε επίσημος καλλιτέχνης για βασιλείς και δούκες.
Στα 17 του χρόνια, ο Λεονάρντο μαθήτευσε στον καλλιτέχνη Αντρέα ντελ Βερόκιο στη Φλωρεντία και το 1472, δεχόταν πλέον αναθέσεις.
Το 1476, μαζί με άλλους τέσσερις νεαρούς, ο Λεονάρντο κατηγορήθηκε δημόσια και ανώνυμα για σοδομία.
Αν κι η ομοφυλοφιλία ήταν ανεκτή από την οικογένεια των Μεδίκων, η σοδομία ήταν παράνομη και τιμωρείτο με θάνατο.
Οι αρχές τον φυλάκισαν για λίγο, αλλά μάλλον αφέθηκε ελεύθερος, γιατί ένας από τους νεαρούς είχε ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις.
Η προειδοποίηση ήταν μάταιη, αφού ο Λεονάρντο φαίνεται να είχε πολλές ομοφυλοφιλικές σχέσεις στη ζωή του.
Όταν ο Λεονάρντο εγκατέλειψε αιφνίδια τη Φλωρεντία το 1482 και πήγε στο Μιλάνο, ίσως ξέφευγε από μία σπιλωμένη φήμη.
Ή ίσως ήταν ένα ακόμη δείγμα τς τάσης του να περνά από τη μία δουλειά στην άλλη. Άφησε πολλά έργα ημιτελή και πολλούς πελάτες εκνευρισμένους.
Στο Μιλάνο, ο Λεονάρντο προσέφερε τις υπηρεσίες του ως στρατιωτικός μηχανικός, μουσικός και καλλιτέχνης στον κυβερνώντα δούκα Λουδοβίκο Σφόρτσα.
Παράξενος συνδυασμός, αν και λέγεται ότι ο Λεονάρντο ήταν καλός στο λαούτο.
Η ιδιότητα του στρατιωτικού μηχανικού είναι πιο απρόσμενη, παρ’ ότι την εποχή που η τέχνη κι η αρχιτεκτονική ήταν αλληλένδετες, πολλοί καλλιτέχνες ασχολούνταν με τον σχεδιασμό αμυντικών μηχανισμών.
Δείπνο για Δεκατρείς
Καθώς φαίνεται, ο Σφόρτσα δεν κατασκεύασε τις πολεμικές μηχανές του Λεονάρντο, μεταξύ των οποίων καταπέλτες, υποτυπώδη τεθωρακισμένα και “μηχανές που πετούσαν φωτιά”.
Παρήγγειλε όμως πίνακες, όπως τον “Μυστικό Δείπνο” του 1495, που καλύπτει έναν ολόκληρο τοίχο της τραπεζαρίας του μοναστηρίου.
Η σημερινή φήμη του έργου μάς αποσπά από την αντισυμβατικότητα που είχε για την εποχή του.
Οι παλιότεροι μεσαιωνικοί ζωγράφοι αναπαριστούσαν τον Χριστό με τους μαθητές τους ήρεμους και γαλήνιους.
Αντίθετα, ο Λεονάρντο έδειξε τις συναισθηματικές αντιδράσεις των μαθητών στην ανακοίνωση του Χριστού ότι επρόκειτο να προδοθεί.
Χειρονομούν, φωνάζουν, οπισθοχωρούν έντρομοι, σκύβουν για να λογομαχήσουν.
Δυστυχώς έχουμε μόνο ίχνη του αρχικού επιτεύγματος του Λεονάρντο.
Το έργο υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές, κυρίως λόγω των πειραματισμών του καλλιτέχνη.
Δεν του άρεσε η τεχνική της τοιχογραφίας, η άμεση επάλειψη χρώματος σε υγρή κονία.
Όταν στεγνώσει η κονία, δεν μπορούν να γίνουν αλλαγές στον πίνακα, κάτι που δυσχεραίνει τη φωτοσκίαση και τη μείξη χρωμάτων.
Οπότε ο Λεονάρντο προτίμησε να ζωγραφίσει σε στεγνή κονία.
Κακή επιλογή. Άρχισε να ξεφλουδίζει κι έκτοτε οι συντηρητές προσπαθούν να σώσουν το έργο.
Επιπλέον, το 1796 γαλλικά στρατεύματα έριξαν πέτρες στον τοίχο.
Οι αδέξιες απόπειρες συντήρησης τον 19ο αιώνα κατέστρεψαν περισσότερα απ’ όσα έσωσαν.
Και κατά τη διάρκεια του β’ παγκοσμίου πολέμου, το κτίριο βομβαρδίστηκε.
Η αποκατάσταση που έγινε το 1999 θεωρείται ότι σταθεροποίησε το έργο, το οποίο όμως παραμένει θαμπό.
Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, πάρε δρόμο
Ακόμη πιο σημαντική από τον “Μυστικό Δείπνο”, ήταν η ανάθεση για το Gran Cavallo, ένα τεράστιο μπρούτζινο άλογο.
Ο Λεονάρντο έφτιαξε ένα πήλινο πρόπλασμα και σχεδίασε καλούπια, αλλά το έργο δεν ολοκληρώθηκε, εν μέρει λόγω της άστατης πολιτικής κατάστασης, που διέκοψε το έργο του Λεονάρντο αλλά και την εξουσία του Σφόρτσα.
Καθώς οι Γάλλοι ορμούσαν στο Μιλάνο, ο Σφόρτσα πήρε τους 70 τόνους μπρούντζο που προορίζονταν για το άγαλμα κι έφτιαξε κανόνια.
Οι Γάλλοι εισβολείς χρησιμοποίησαν το πήλινο μοντέλο για σκοποβολή.
Ο Λεονάρντο έφυγε για τη Φλωρεντία, όπου έκανε σχέδια για την αλλαγή τη ςφορά του ποταμού Άρνου, σχεδίασε μια εκπληκτική ιπτάμενη μηχανή και πέρασε πολλούς μήνες στην αυλή του διαβόητου Καίσαρα Βοργία.
Ζωγράφισε και το πορτρέτο μιας νοικοκυράς, της Μαντόνα Λίσα Τζεραρντίνι, γυναίκας του Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο.
Ίσως να το έχετε ακουστά.
Το μυστηριώδες αριστούργημα
Τα χρόνια 1503-6, ο Λεονάρντο ζωγράφισε την Τζοκόντα ή Μόνα Λίζα, μια γυναίκα με καστανά μάτια, μεγάλο μέτωπο και στρογγυλό σαγόνι.
Φορά ένα κομψό πλισέ πέπλο και τα χέρια της ακουμπούν στο μπράτσο μιας καρέκλας.
Το μπαλκόνι όπου κάθεται προεξέχει, παραδόξως, πάνω από γκρεμό που βλέπει σε δρόμους, ποταμούς, λόγους και κοιλάδες.
Τι το καινούριο; Κατ’ αρχάς, η πόζα.
Όπως κάθεται, ο θεατής θα έπρεπε να βλέπει τη ράχη της, όμως στρέφει το πάνω μέρος του σώματός της προς εμάς.
Αυτή η μετακίνηση του άξονα δίνει μια αίσθηση κίνησης.
Το φανταστικό τοπίο είναι άλλη μία καινοτομία, αφού συνήθως οι πίνακες της εποχής δεν έδιναν βάρος στο φόντο.
Αν ρωτήσετε όμως τι ιδιαίτερο έχει η Μόνα Λίζα, οι περισσότεροι θ’ αναφέρουν το αινιγματικό της βλέμμα και προπάντων το “μυστηριώδες” χαμόγελο.
Το χαμόγελο είναι λεπτό και το πρόσωπο δυσερμήνευτο, αλλά δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση.
Ο Λεονάρντο ζωγράφισε κι άλλες γυναίκες με αινιγματικό βλέμμα, όπως η Τζινέβρα ντε Μπέντσι και πολλές Παναγίες και αγίες.
Η φήμη του πίνακα έχει να κάνει πιο πολύ με την ιστορία παρά με το θέμα του.
Το 1506, ο Λεονάρντο επέστρεψε στο Μιλάνο, όπου ασχολήθηκε κυρίως με επιστημονικές έρευνες.
Επτά χρόνια αργότερα, πήγε στη Ρώμη προσκεκλημένους του Πάπα Λέοντα Ι’, αλλά δεν έδειξε πρόθυμος ν’ ανταγωνιστεί τους Μικελάντζελο και Ραφάηλ.
Έτσι, το 1516 έφυγε από την Ιταλία κι έγινε “βασιλικός ζωγράφος” τους Φραγκίσκου Α’ της Γαλλίας, αν και ζωγράφισε ελάχιστα.
Η πραγματική του εργασία ήταν να διεξάγει ενδιαφέρουσες συνομιλίες με τον βασιλιά, κάτι που έκανε μέχρι το θάνατό του από εγκεφαλικό το 1519.
Το καλλιτεχνικό έργο του Λεονάρντο πέρασε στην κατοχή του βασιλιά, οπότε η Μόνα Λίζα παρέμεινε στην κυριότητα του Στέμματος, μακριά από τα μάτια του κοινού για αρκετούς αιώνες.
Μετά την Γαλλική Επανάσταση, ο Ναπολέων έδειξε προτίμηση στον πίνακα και για λίγο καιρό τον είχε κρεμάσει στο υπνοδωμάτιό του, στο Ανάκτορο των Τουιλερί.
Το 1804, ο πίνακας μεταφέρθηκε στο μουσείου του Λούβρου, αλλά την εποχή εκείνη τα έργα του Μικελάντζελο και του Ραφαήλ ήταν πολύ πιο δημοφιλή.
Χάρη στο ενδιαφέρον των Γάλλων συμβολιστών ποιητών στα μέσα του 19ου αιώνα, η Μόνα Λίζα αναγνωρίστηκε εντέλει ως αριστούργημα.
Είχαν αδυναμία στις μοιραίες γυναίκες και για κάποιο λόγο συμπεριέλαβαν σ’ αυτές και τη Μόνα Λίζα.
Ο Άγγλος κριτικός Γουόλτερ Πέιτρ ανέπτυξε την ιδέα το 1869: “Είναι παλαιότερη από τα βράχια που την τριγυρίζουν. Σαν τον βρυκόκαλα, έχει πεθάνει πολλές φορές και ξέρει τα μυστικά του τάφου”.
Η Λίζα το ‘σκασε
Το μόνο που έλειπε για να εδραιωθεί ο μύθος της ήταν η κλοπή.
Το 1911 ένας επισκέπτης του Λούβρου διαπίστωσε ότι η Μόνα Λίζα έλειπε από τη θέση της.
Οι έρευνες απέβησαν άκαρπες και η απώλεια έμοιαζε οριστική.
Όμως το 1913, ο Βινσέτζο Περούτζα, πρώην υπάλληλος στο Λούβρο, μίλησε σ’ έναν έμπορο τέχνης στη Φλωρεντία με σκοπό να πουλήσει το έργο.
Ο Περούτζα είχε κρυφτεί σε μια ντουλάπα τη νύχτα της κλοπής και το πρωί βγήκε με τον πίνακα κάτω από το παλτό του.
Καθώς είπε, ο πατριωτικός οίστος τον ώθησε να επαναφέρει τη Μόνα Λίζα στην Ιταλία.
Η επιστροφή της Μόνα Λίζα ήταν διεθνής είδηση κι έκτοτε η φήμη της υπήρξε αδιαφιλονίκητη.
Για χρόνια η διεύθυνση του Λούβρου μεταχειρίστηκε το έργο όπως όλα τα άλλα, αλλά τελικά υπέκυψε στην πίεση και τοποθέτησε σήματα που οδηγούν στον πίνακα.
Πλέον βρίσκεται σε ειδικό χώρο με ελεγχόμενη θερμοκρασία και καλύπτεται από αλεξίσφαιρο γυαλί.
Όλα αυτά για ένα απλό πορτρέτο από κάποιον που σπανίως ολοκλήρωνε οτιδήποτε.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».