Στα τέλη Νοεμβρίου 1940, υπό το πρίσμα του ολοένα και πιο πιθανού πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση, η Γερμανία βιαζόταν να ξεκαθαρίσει το τοπίο στα Βαλκάνια για έναν σημαντικό λόγο: ήθελε την εξασφάλιση του νότιου πλευρού των δυνάμεων της που θα επιτίθονταν στη Σοβιετική Ένωση τον Μάιο του 1941, όπως προέβλεπε το αρχικό χρονοδιάγραμμα.
Για να προλάβει την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου ο Χίτλερ ξεκίνησε ένα διπλωματικό «μαραθώνιο» με τις κυβερνήσεις της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας προκειμένου να χρησιμοποιήσει τα εδάφη τους, ώστε να φέρει τη Wehrmacht σε απόσταση βολής από την Ελλάδα.
Παράλληλα, ο πρεσβευτής του Γ’ Ράιχ στην Άγκυρα, Φραντς φον Πάπεν θα προσπαθούσε να καθησυχάσει τις ανησυχίες της τουρκικής κυβέρνησης η οποία θεωρούσε κάθε είσοδο ξένων στρατευμάτων στη γειτονική Βουλγαρία ως απειλή για την ασφάλειά της.
Ο Χίτλερ υποσχέθηκε τη Θεσσαλονίκη στη Γιουγκοσλαβία
Τις πιο έντονες γερμανικές πιέσεις επρόκειτο να δεχθεί η Γιουγκοσλαβία. Αν επέτρεπε τη χρήση του εδάφους της για την επίθεση εναντίον της Ελλάδας, οι γερμανικές δυνάμεις θα απέφευγαν τα οχυρά της γραμμής Μεταξά και η Τουρκία δεν θα ενοχλείτο από την παρουσία στρατευμάτων σε απόσταση αναπνοής από τα σύνορά της με τη Βουλγαρία.
Ο Χίτλερ για να πείσει τη γιουγκοσλαβική ηγεσία χρησιμοποίησε ως δέλεαρ την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης, ώστε να εκπληρωθεί ο παλαιός στόχος της βαλκανικής πολυεθνικής χώρας για μια διέξοδο στο Αιγαίο και αυτή να αποφύγει τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκούσε η Ιταλία στην Αδριατική.
Ο αντιβασιλιάς, πρίγκιπας Παύλος όμως και ο υπουργός Εξωτερικών, Τσίνκαρ Μάρκοβιτς αντιδρούσαν υπό τον φόβο ότι μια ενδεχόμενη συμμαχία με τη Γερμανία θα προκαλούσε εμφύλιο πόλεμο, καθώς οι Κροάτες και οι Σλοβένοι θα θεωρούσαν την παρουσία γερμανικών στρατευμάτων ως το πρώτο βήμα για την «αποτίναξη του σερβικού ζυγού».
Στις 13 Δεκεμβρίου 1940, ο Χίτλερ εξέδωσε την κατευθυντήρια οδηγία αρ. 20 προς τους στρατιωτικούς διοικητές του, η οποία αφορούσε στην εισβολή στην Ελλάδα.
Βασικά σημεία της κατευθυντήριας αυτής οδηγίας ήταν: «Η έκβαση των μαχών την Αλβανία εξακολουθεί να είναι αβέβαιη…Ως συνέπεια είναι δύο φορές πιο σημαντικό να ματαιωθούν οι προσπάθειες της Βρετανίας να δημιουργήσει, με πρόσχημα την προστασία του Βαλκανικού Μετώπου, μια αεροπορική βάση που θα απειλήσει αρχικά την Ιταλία και τελικά τα ρουμανικά πετρέλαια».
Ρουμανία και Βουλγαρία ενδίδουν στον Χίτλερ. Η Θράκη στους Βούλγαρους
«Συγκέντρωση τους επόμενους μήνες, μιας σταθεράς αυξανόμενης στρατιωτικής δύναμης στη νότια Ρουμανία. Όταν ο καιρός γίνει ευνοϊκός, πιθανώς τον Μάρτιο, οι δυνάμεις αυτές να κινηθούν μέσω Βουλγαρίας για να καταλάβουν τη βόρεια ακτή του Αιγαίου και αν χρειαστεί ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα».
Παράλληλα με τις στρατιωτικές προετοιμασίες, ο Χίτλερ ενέτεινε τις πιέσεις προς τις βαλκανικές κυβερνήσεις.
Η Ρουμανία δεν είχε επιλογή από το να επιτρέψει να χρησιμοποιηθούν τα εδάφη της ως αρχικός τόπος συγκέντρωσης των γερμανικών στρατευμάτων.
Ο Βούλγαρος βασιλιάς Βόρις, μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις, εξαιτίας του φόβου για πιθανή σοβιετική αντίδραση, δέχθηκε να χρησιμοποιηθούν τα εδάφη της χώρας του ως βάση εκτόξευσης της επίθεσης κατά της Ελλάδας.
Ως αντίτιμο έλαβε τη γερμανική υπόσχεση για παραχώρηση της ελληνικής Θράκης και διέξοδο στο Αιγαίο. Αρνήθηκε όμως έντεχνα να λάβει μέρος στην επίθεση με πρόσχημα την κακή κατάσταση του Βουλγαρικού Στρατού.
Παράλληλα, οι Τούρκοι πείστηκαν πως οι κινήσεις του Γερμανικού Στρατού δεν στρέφονταν εναντίον τους. Ως χειρονομία καλής θέλησης μάλιστα, τα γερμανικά τμήματα που θα εισέρχονταν στη Βουλγαρία, θα παρέμεναν σε απόσταση τουλάχιστον 50 χιλιομέτρων από τα τουρκικά σύνορα.
Την 1η Μαρτίου τα πρώτα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν να εισέρχονται στο έδαφος της Βουλγαρίας. Παρά το άθλιο οδικό δίκτυο της χώρας, οι πρώτες γερμανικές μονάδες βρέθηκαν απέναντι από τη Γραμμή Μεταξά, στην περιοχή Νευροκοπίου στις 8 Μαρτίου.
Η ώρα της Γιουγκοσλαβίας: ο πρίγκιπας Παύλος προσχωρεί στον Άξονα
Τέσσερις ημέρες νωρίτερα ο Χίτλερ ολοκλήρωνε τον διπλωματικό του «μαραθώνιο» με τους δύστροπους Βαλκάνιους ηγέτες συναντώντας τον πρίγκιπα Παύλο στη Γερμανία.
Με τα στρατεύματά του ήδη στη Βουλγαρία, ο Χίτλερ δεν ζητούσε από τη Γιουγκοσλαβία παρά μόνο την υπογραφή της για προσχώρηση στον Άξονα.
Καμία γερμανική μονάδα δεν θα περνούσε από το έδαφός της, κανένα τμήμα του εδάφους της δεν επρόκειτο να χαθεί και κανενός είδους στρατιωτική βοήθεια δεν επρόκειτο να της ζητηθεί μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Ο Γερμανός δικτάτορας ήθελε από το Βελιγράδι να διευκολύνει μόνο τη μεταφορά εφοδίων και υγειονομικού προσωπικού. Σε αντάλλαγμα θα κέρδιζε τη Θεσσαλονίκη.
Ο Παύλος δεν έκρυψε τους ενδοιασμούς του. «Φοβάμαι», είπε στον Χίτλερ, «πως αν ακολουθήσω τη συμβουλή σας και υπογράψω, δεν θα είμαι πια εδώ σε έξι μήνες». Η «προφητεία» του επρόκειτο να εκπληρωθεί σε πολύ συντομότερο χρονικό διάστημα.
Τελικά, παρά το απειλητικό μήνυμα του Τσόρτσιλ στον Γιουγκοσλάβο πρωθυπουργό Τσβέτκοβιτς ότι «αν η χώρα σας γίνει συνεργός στην επιχειρούμενη δολοφονία της Ελλάδας, η καταστροφή της θα είναι σίγουρη και αναπόδραστη» ο πρίγκιπας Παύλος ανακοίνωσε στις 20 Μαρτίου 1941 την απόφαση να υπογράψει την προσχώρηση στον Άξονα.
Ο Παύλος φοβόταν ότι οι Κροάτες και οι Σλοβένοι θα στρέφονταν κατά του Ομοσπονδιακού Στρατού αν αυτός επιχειρούσε να υπερασπίσει τη χώρα από μια γερμανική επίθεση. Άλλωστε, το σύνολο σχεδόν του οπλισμού και των πυρομαχικών του (που ήταν ήδη πεπαλαιωμένο) προερχόταν από γερμανικά και αυστριακά εργοστάσια τα οποία είχαν σταματήσει να ανανεώνουν το απόθεμα από το 1936. Επιπλέον, η Βρετανία αδυνατούσε να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια.
Στις 25 Μαρτίου 1941 ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός και ο υπουργός των Εξωτερικών υπέγραψαν στη Βιέννη την προσχώρησή τους στον Άξονα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα δεν μπορούσε να ελπίζει σε μια ουσιαστική γιουγκοσλαβική βοήθεια για την αναχαίτιση της γερμανικής εισβολής.
Σέρβοι και στρατηγοί ανατρέπουν με πραξικόπημα τον Παύλο
Η κατακραυγή του σερβικού στοιχείου για την υπογραφή της συμφωνίας οδήγησε την ηγεσία του Ομοσπονδιακού Στρατού σε πραξικόπημα τη νύχτα της 26ης Μαρτίου. Ο Τσβέτκοβιτς συνελήφθη και ο Παύλος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί υπέρ του νεαρού διαδόχου, βασιλιά Πέτρου Β΄.
Βέβαια, οι Γιουγκοσλάβοι στρατηγοί ήταν αρκετά συνετοί ώστε να μην επιθυμούν να επισύρουν τη μήνη της Γερμανίας και στις 30 Μαρτίου ανακοίνωσαν ότι θα τηρούσαν τις δεσμεύσεις της χώρας που προέκυπταν από τη συμμετοχή της στον Άξονα.
Οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν έπεισαν τον Χίτλερ. Ήδη από τις 27 Μαρτίου είχε εκδώσει την κατευθυντήρια οδηγία αρ. 25 για ταυτόχρονη προσβολή της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Ο Γερμανός ηγέτης αποφάσισε, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, να καταστρέψει τη Γιουγκοσλαβία «…στρατιωτικά και ως εθνική οντότητα. Δεν θα γίνει διπλωματική διερεύνηση, ούτε θα δοθεί τελεσίγραφο. Η Γιουγκοσλαβία θα κονιορτοποιηθεί με ανελέητη σκληρότητα».
Για μια χώρα η οποία ταλανίζονταν από τις διαμάχες των εθνοτήτων που βιούσαν στο εσωτερικό της, η απειλή αυτή φάνταζε κάτι περισσότερο από βεβαιότητα.
Τα σχέδια του γερμανικού επιτελείου τροποποιήθηκαν άμεσα.
Τώρα πλέον τα γερμανικά στρατεύματα είχαν την ευκαιρία να επιχειρήσουν κατά της Ελλάδας από μη αναμενόμενη κατεύθυνση (πέρασμα του Μοναστηρίου και κοιλάδας του Αξιού) πλευροκοπώντας τη Γραμμή Μεταξά και αποκόπτοντας τον κύριο όγκο του Ελληνικού Στρατού που μαχόταν στην Αλβανία.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός