Ο πλέον διάσημος «μπιντές» της Ελλάδας βρισκόταν στην πιο αριστοκρατική πλατεία της Αθήνας.
Οι κάτοικοι της άλλοτε μικρής γειτονιάς, πήγαιναν μέχρι το 1960 για παγωτό και τσάι.
Ώσπου κάποιο πρωί πήγαν οι μπουλντόζες και σταδιακά η πλατεία μετατράπηκε σε ένα μικρό Σόχο.
Μπιντέ έλεγαν οι κάτοικοι της περιοχής τη μικρή νησίδα, που βρισκόταν στο μέσον της πλατείας και είχε λόγω κατασκευής, το σχήμα του γνωστού είδους υγιεινής.
Στη μέση του μπιντέ υπήρχε ένας παλιός παραδοσιακός μαντεμένιος φανοστάτης και δύο δεντράκια.
Από κάτω είχαν τοποθετηθεί περίπου είκοσι τραπεζάκια με πάνινες πολυθρόνες που ανήκαν κατά το ήμισυ στα ζαχαροπλαστεία «Λυκόβρυση» και «Ελληνικόν».
Εκεί συγκεντρώνονταν από το 1940 έως το 1960 οι νέοι και κυρίως οι ξενύχτηδες της περιοχής, πολιτικοί, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι.
Μια από τις μορφές του μπιντέ ήταν ο Βόγλης, ένας γραφικός γόνος πλούσιας οικογένειας που είχε κληρονομήσει μεγάλη περιουσία και ζούσε σε ένα τεράστιο νεοκλασικό της Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από το Πολεμικό Μουσείο.
Στο σπίτι του Βόγλη εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι χίπις που ήρθαν στην Αθήνα και κοιμόντουσαν στρωματσάδα παντού.
Ο Βόγλης έλεγε ότι ήθελε να «στυλώσει» τον υπαρξισμό και γι΄αυτό είχε μετατρέψει το νεοκλασικό σε στρατώνα, μέχρι που του έκλεψαν τα πάντα και έμειναν μόνο οι τοίχοι και το κρεβάτι του.
Όταν μια φορά τον τράκαραν στην πλατεία πήγε και αγόρασε ένα τρακτέρ και το παρκάρισε μπροστά στο μπιντέ.
«Όποιος θέλει τώρα ας έρθει να με τρακάρει» φώναζε, ξεσηκώνοντας το πλήθος.
Μετά ανέβηκε πάνω στο τρακτέρ κρατώντας μια σακούλα με λίρες τις οποίες σκορπούσε λέγοντας: «Όποιος με τρακάρει θα του δώσω τη σακούλα».
Μέσα σε λίγη ώρα είχε σκορπίσει για άλλη μια φορά τα χρήματά του.
Σταθεροί θαμώνες του μπιντέ ήταν οι ξενύχτηδες της Αθήνας που τους έβρισκε το χάραμα εκεί.
Κουβέντιαζαν, γελούσαν, έπαιζαν παιχνίδια κάνοντας τους «νοικοκυραίους» να βγαίνουν στα μπαλκόνια και να φωνάζουν «σπίτια δεν έχετε ρε, θέλουμε να κοιμηθούμε».
Τα δημόσια ουρητήρια που βρίσκονταν εκεί, έχουν πλέον αντικατασταθεί από το άγαλμα μιας κιθαρωδού με ανοιχτά τα πόδια και λίγο πιο μακριά, η προτομή του Φιλικού Ξάνθου. Ο μπιντές του Κολωνακίου εξαφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν οι μπουλντόζες γκρέμισαν την ιστορική πλατεία για να ικανοποιήσουν το όραμα ενός δημάρχου.
Έκτοτε αναπλάστηκε πολλές φορές και σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτα την ήσυχη γειτονιά της Αθήνας.
Ο «μπιντές» που φαίνεται στην φωτογραφία, είναι η πλατεία Κολωνακίου.
Πηγή: «Το Κολωνάκι πριν από την άλωση», Ζάχος Χατζηφωτίου, εκδόσεις Λούση Μπρατζιώτη