Ο Μικελάντζελο ήταν άνθρωπος με ασταθή ιδιοσυγκρασία κι εκρηκτικές τάσεις, βαθιά αισθήματα κι αιφνίδια ξεσπάσματα. Εν ολίγοις, ένας άνθρωπος με έντονα πάθη.
Ο Πάπας Λέων, που αντιπαθούσε τις συγκρούσεις, φέρεται να είπε: “Είναι αδύνατο να συνεννοηθείς με τον Μικελάντζελο”.
Αν ήθελε κανείς να ξυπνήσει την οργή του Μικελάντζελο, δεν είχε παρά να τον πει ζωγράφο.
Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του γλύπτη κι εκνευριζόταν πολύ όταν κάποιος συνέδεε τις δύο τέχνες.
Θεωρούσε τη γλυπτική ως την αληθινή του κλίση και ως τη μεγαλύτερη των τεχνών.
Όμως οι νωπογραφίες του στην Καπέλα Σιστίνα και όχι τα γλυπτά του, αποτελούν για πολλούς ιστορικούς της τέχνης το υψηλότερο επίτευγμα της Αναγέννησης.
Ο Μικελάντζελο βέβαια, δεν ήθελε να τις κάνει, αφού πίστευε ότι τον αποσπούσαν απ’ το αγαπημένο του μάρμαρο.
Αναμφίβολα δημιούργησε γλυπτά εκπληκτικής δύναμης κι ευαισθησίας, όμως τα ζωγραφικά του έργα είναι που αναγνωρίζονται ως αριστουργήματα της δυτικής τέχνης.
Οι απαρχές ενός γλύπτη
Οι Μπουοναρότι υποτίθεται ότι είχαν αριστοκρατική καταγωγή και είχαν ξεπέσει.
Ίσως γι’ αυτό ο πατέρας του Μικελάντζελο, ο Λουντοβίκο, έγινε έξαλλος όταν ο γιος του δήλωσε ότι ήθελε να γίνει καλλιτέχνης.
Ο Λουντοβίκο έστειλε απρόθυμα τον Μικελάντζελο να μαθητεύσει σ’ έναν Φλωρεντίνο ζωγράφο, αλλά ο ευέξαπτος νέος διαφωνούσε διαρκώς με το δάσκαλό του.
Ευτυχώς, περί το 1490, κατάφερε να βρει ένα πιο φιλικό καλλιτεχνικό περιβάλλον: τον κήπο με τα γλυπτά του Λορέντζο των Μεδίκων.
Ο Λορένζο, προστάτης του Σάντρο Μποτιτσέλι, είχε συγκεντρώσει μια ανεκτίμητη συλλογή αρχαίας και σύγχρονης γλυπτικής και συντηρούσε εργαστήριο για επίδοξους γλύπτες.
Ο Μικελάντζελο άφησε τη Φλωρεντία πριν από την εισβολή των Γάλλων κι επέστρεψε γύρω στο 1495, επί Σαβοναρόλα.
Ξανάφυγε το 1496 για τη Ρώμη, όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει γλυπτά για πολλούς καρδινάλιους.
Εκεί, ο Μικελάντζελο ολοκλήρωσε την Πιετά, μία εξαίσια απεικόνιση της Παρθένου με το άψυχο κορμί του Χριστού στην αγκαλιά της.
Πρόκειται για αριστούργημα της γλυπτικής, με θαυμαστή ζωηρότητα στις λεπτομέρειες και την υφή του, από τις πτυχές του φορέματος της Παρθένου μέχρι τις καταρρακτώδεις μπούκλες του Χριστού.
Ο Πομπώδης Ποντίφηκας
Η Πιετά διασφάλισε τη φήμη του Μικελάντζελο, αλλά μόνο στη Ρώμη.
Επιστρέφοντας στη Φλωρεντία το 1501, χρειάστηκε να καθιερωθεί απ’ την αρχή.
Τα κατάφερε χάρη σ’ ένα μακρόστενο μάρμαρο που βρισκόταν στην αυλή του καθεδρικού από το 1463.
Δέχθηκε να κατασκευάσει ένα γλυπτό από το μάρμαρο, το οποίο παλαιότεροι καλλιτέχνες είχαν εγκαταλείψει λόγω δυσκολιών.
Ο Μικελάντζελο βρήκε τρόπο να επεξεργαστεί το χηρό μάρμαρο, το οποίο δεν άφηνε περιθώριο για λάθη και το αποτέλεσμα ήταν ο Δαυίβ, που κέρδισε τους επιφυλακτικούς Φλωρεντίνους.
Έπειτα ήρθε μια απρόσμενη πρόσκληση ή μάλλον διαταγή, από τον Πάπα Ιούλιο Β’.
Ο ματαιόδοξος Ιούλιος ζήτησε από τον Μικελάντζελο να τον απαθανατίσει φτιάχνοντάς του τον πιο θεσπέσιο τάφο που είχε δημιουργηθεί ποτέ.
Αυτή η ανάθεση έγινε μονομανία για τον Μικελάντζελο, ο οποίος σχεδίασε ένα μαυσωλείο που θα χωρούσε πάνω από 40 ανθρώπους.
Αφού έμεινε για λίγο στην Καράρα, διάσημη για το εξαιρετικό της μάρμαρο, επέστρεψε στη Ρώμη, όπου αντιμετώπισε αδιαφορία.
Στο μεταξύ, φαίνεται ότι ο Ιούλιος, με τυπική αλαζονεία, θέλησε να ανεγείρει τον μεγαλύτερο ναό της χριστιανοσύνης, γκρεμίζοντας το ιερό του Αγίου Πέτρου, που χρονολογείτο από τον 4ο αιώνα και χτίζοντας στη θέση του μια τεράστια βασιλική.
Η προσοχή και το χρήμα του Πάπα μετακινήθηκαν από το έργο του Μικελάντζελο στο κτίριο του ναού.
Κανείς δεν μπορεί να στριμώξει τον Μικελάντζελο στη γωνία! Στο ταβάνι, ίσως ναι…
Ο Μικελάντζελο μυρίστηκε συνωμοσία.
Υποπτευόταν ότι ο αρχιτέκτονας του ναού και ορκισμένος εχθρός του, ο Ντονάτο Μπραμάντε, σχεδίαζε να στρέψει την παπική εύνοια προς όφελός του.
Μετά από πολλές προσπάθειες να συναντήσει τον πάπα, ο Μικελάντζελο έφυγε για τη Φλωρεντία, χωρίς να ζητήσει άδεια. Αλλά ο Πάπας δεν ανεχόταν τέτοια συμπεριφορά.
Έστειλε οργισμένες επιστολές στον Μικελάντζελο, που τελικά επέστρεψε και ζήτησε γονατιστός συγγνώμη.
Ο Πάπας τον υποχρέωνε να εξιλεωθεί μ’ ένα υπέρογκο γλυπτό που αναπαριστούσε τον ίδιο.
Το έργο δεν έχει σωθεί. Ήταν από μπρούντζο και πριν περάσουν 4 χρόνια, το μετέτρεψαν σε κανόνι.
Ο θόλος της Καπέλα Σιστίνα
Κατόπιν, ο Πάπας ανακοίνωσε ότι το επόμενο έργο του Μικελάντζελο θα ήταν ο θόλος της Καπέλα Σιστίνα.
Ο καλλιτέχνης δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί, αλλά και πάλι υποψιαζόταν ότι ο Μπραμάντε είχε φροντίσει να του ανατεθεί το έργο, ξέροντας ότι ο Μικελάντζελο αντιπαθούσε τη ζωγραφική κι ελπίζοντας ότι θα αποτύγχανε.
Πάντως ζωγράφισε και μάλιστα, συνοψίζοντας την Παλαιά Διαθήκη, ανέπτυξε μια περίτεχνη σύνθεση από σκηνές, μορφές κι αρχιτεκτονικά στοιχεία που ξεγελούσαν το μάτι.
Εννέα βασικά φατνώματα δείχνουν περιστατικά από τα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης, από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι τον Κατακλυσμό του Νώε.
Η δίνη των μορφών δημιουργεί ένα δυναμικό, ταραχώδες σύνολο, ενώ η λογική διάταξη αποτρέπει την ασυναρτησία.
Η πρόοδος του Μικελάντζελο, καθώς αποκτούσε σιγουριά και εμπειρία, είναι εμφανής.
Οι τελευταίες σκηνές είναι οι πλέον αξέχαστες, ιδίως η Δημιουργία του Αδάμ.
Ένας μυώδης Αδάμ ατενίζει νωθρά τον Θεό, γενειοφόρο και περικυκλωμένο από αγγέλους.
Ο Θεός προτείνει ένα αποφασιστικό δάχτυλο κι αγγίζει το χαλαρό χέρι του Αδάμ, δίνοντάς του τη σπίθα της ζωής.
Μια δόση έμπνευση, δύο δόσεις ιδρώτα
Υπάρχουν πολλοί μύθοι για τις νωπογραφίες της Καπέλα Σιστίνα.
Κατ’ αρχάς, ο Μικελάντζελο δεν ζωγράφιζε ξαπλωμένος.
Ένα τεράστιο ικρίωμα ήταν στημένο κάτω από την οροφή κι εργαζόταν με τα χέρια ψηλά.
Ούτε και ολοκλήρωσε το έργο μόνος του. Είχε πολλούς βοηθούς, που ανακάτευαν χρώματα
Πολλοί παραιτήθηκαν κατά την τετραετία που χρειάστηκε για την ολοκλήρωση του έργου, πράγμα διόλου περίεργο, καθώς ζούσαν όλοι μαζί στο εργαστήριο του Μικελάντζελο, ο οποίος δεν πλενόταν ποτέ γιατί θεωρούσε ότι έβλαπτε την υγεία.
Έτσι πιθανώς κάποιοι δεν έβλεπαν την ώρα να φύγουν.
Πάντως ο Πάπας Ιούλιος δεν πρόλαβε να χαρεί τη δωρεά του στον κόσμο, καθώς πέθανε λίγο μετά την ολοκλήρωση του έργου, το 1510.
Προς μεγάλη χαρά του Μικελάντζελο, οι επόμενοι Πάπες ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για γλυπτική και αρχιτεκτονική παρά για ζωγραφική.
Τελικά ο Πάπας Κλημέντιος Ζ’ δεν αντιστάθηκε στη ζωγραφική δεινότητα του Μικελάντζελο και του ανέθεσε να βάλει την τελευταία πινελιά στην Καπέλα Σιστίνα, με μια τεράστια νωπογραφία πίσω από το ιερό.
Η “Έσχατη Κρίση” δείχνει τον Χριστό και την Παρθένα να παρακολουθούν το τέλος του κόσμου, περιστοιχισμένοι από αγίους, πατριάρχες και μάρτυρες, πολλοί από τους οποίους φέρουν σύμβολα του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Βαρθολομαίος, που τον έγδαραν ζωντανό, κρατά το ίδιο του το δέρμα κι η όψη του θεωρείται βλοσυρή αυτοπροσωπογραφία του Μικελάντζελο.
Κάτω από τον ουράνιο θόλο, όσοι λαμβάνουν τη σωτηρία υψώνονται από τη γη, ενώ οι καταραμένοι σύρονται στην κόλαση από βδελυρούς κερασφόρους.
Ο Μικελάντζελο πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1564. Έξι μέρες πριν από τοΝ θάνατό του, δούλευε ακόμα την Πιετά Ροντανίνι.
Οι Γυμνοί Άντρες
Ο Μικελάντζελο πίστευε ότι η απεικόνιση του γυμνού σώματος και κυρίως του ανδρικού, είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της τέχνης.
Μάλιστα ακόμη και τα γυναικεία γυμνά του θυμίζουν άντρες.
Το γλυπτό του, “Νύχτα”, δείχνει παράξενα σφαιρικά στήθη να βγαίνουν από μια μυώδη ανδρική κοιλιά.
Το ότι ο Μικελάντζελο δεν ήθελε γυναίκες για μοντέλα οφείλεται ίσως στην άγνοια. Κάποιοι ειδικοί αμφιβάλλουν αν είδε ποτέ γυμνή γυναίκα.
Τελικά, η αγάπη του για τη γύμνια του στοίχισε.
Όταν ολοκλήρωσε την Έσχατη Κρίση, στη συντηρητική πλέον ατμόσφαιρα του 1530, επικρίθηκε αμέσως επειδή έδειχνε γυμνούς Αγίους και μάρτυρες.
Κάποιος του έγραφε: “Ένα μπορντέλο θα ντρεπόταν να αντικρίσει τέτοια πράγματα”.
Τελικά, η εκκλησιαστική ιεραρχία συμφώνησε ότι οι μορφές ήταν άσεμνες και προσέλαβε κατώτερους ζωγράφους να προσθέσουν ρούχα στα επίμαχα σημεία.
Ο Μικελάντζελο έλαβε το μήνυμα. Στις μεταγενέστερες νωπογραφίες, μόνο κάποιοι άγγελοι είναι γυμνοί.
Η εγκράτεια φέρνει μακροζωία
Το ότι ο Μικελάντζελο ίσως να μην είχε δει γυναίκα γυμνή φαίνεται απίστευτο, αλλά είναι πθανό.
Ουδέποτε παντρεύτηκε και οι σπάνιες σχέσεις του με γυναίκες ήταν καθαρά πλατωνικές.
Οι σχέσεις του με άντρες ωστόσο, επιδέχονται διάφορες ερμηνείες.
Στο τέλος της ζωής του στη Ρώμη, είχε στενούς δεσμούς με τουλάχιστον δύο πολύ νεότερούς του άντρες. Ήταν της μόδας ν’ “αγαπούν” οι άντρες τους νεαρούς συντρόφους τους και να τους γράφουν περιπαθή ποίηση. Ασφαλώς κάποιες τέτοιες σχέσεις ολοκληρώθηκαν, άλλες όμως όχι.
Στα νιάτα του στη Φλωρεντία, ο Μικελάντζελο είχε εντυπωσιαστεί με την καταδίκη της ομοφυλοφιλίας από τον Σαβοναρόλα.
Χρόνια αργότερα, έλεγε ότι θυμόταν τον ακριβή τόνο της φωνής του Σαβοναρόλα κι επίσης είχε δει ιδίοις όμμασι τις συνέπειες της σύφιλης.
Συχνά πρότεινε την εγκράτεια, που σύμφωνα μ’ αυτόν επιμήκυνε τη ζωή.
Δεδομένου ότι πέθανε λίγο πριν κλείσει τα 89, ίσως να είχε το δίκιο του.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».