Το βράδυ της 9ης Απριλίου του 1967, οι συντελεστές της παράστασης «Ίλια Ντάρλινγκ», που μόλις είχε κάνει πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη, βρίσκονταν μαζεμένοι στην ελληνική ταβέρνα «ο Παράδεισος».
Κόντρα στο «πρωτόκολλο» του Μπρόντγουεϊ, που ήθελε τους θιάσους να μαζεύονται στο εστιατόριο Sardis μετά τις μεγάλες πρεμιέρες, η Μελίνα Μερκούρη, ο Ζυλ Ντασέν και οι συνεργάτες τους, προτίμησαν την ελληνική ταβέρνα.
Όλοι διασκέδαζαν και περνούσαν όμορφα. Η πρεμιέρα είχε πάει καλά και το κοινό είχε αποθεώσει τη Μελίνα και τον συμπρωταγωνιστή της, Νίκο Κούρκουλο.
Μερκούρη και Ντασέν όμως ήταν ανήσυχοι, καθώς περίμεναν τις επίσημες κριτικές των εφημερίδων που κυκλοφορούσαν αργά το βράδυ, μετά την πρεμιέρα.
Και οι δύο ήξεραν καλά τις αδυναμίες της παράστασης, καθώς είχαν αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα κατά την προετοιμασία της.
Οι δυσκολίες της «Ίλια Ντάρλινγκ»
Η παράσταση «Ίλια Ντάρλινγκ» ήταν μιούζικαλ. Έτσι ο σκηνοθέτης Ζυλ Ντασέν είχε δύσκολο έργο από την αρχή.
Εκτός από τους ηθοποιούς του θιάσου, έπρεπε να συντονίσει χορευτές, μουσικούς, τεχνικούς ακόμα και τους ενδυματολόγους για να πετύχει το εγχείρημά του.
Τη σύνθεση είχε αναλάβει ο Μάνος Χατζιδάκις και παρόλο που η μουσική του ήταν υπέροχη, ο μουσικός διευθυντής Λίμαν Ινγκλ υποστήριζε ότι «τα τραγούδια έμοιαζαν μεταξύ τους, ήταν υπερβολικά απαλά και δεν είχαν θεατρικότητα και φινάλε».
Ο τελειομανής Ντασέν δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένος από τη μουσική, με αποτέλεσμα να πιέζει τον συνθέτη να κάνει συνεχώς καινούριες ενορχηστρώσεις.
Ταβέρνα εναντίον μιούζικαλ
Το ανέβασμα μιας παράστασης στην Αμερική είχε και μια επιπλέον δυσκολία. Την ανεύρεση των κατάλληλων μουσικών ειδικά για το μπουζούκι, που είχε κυρίαρχο ρόλο στην παράσταση.
Οι μπουζουξήδες που περνούσαν από ακρόαση δεν ήξεραν να διαβάζουν μουσική ώστε να μπορούν να αποδώσουν σωστά τις παρτιτούρες του Χατζιδάκι.
Οι περισσότεροι από αυτούς δεν ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν στην περιοδεία, καθώς πληρώνονταν καλά από τις ελληνικές ταβέρνες που δούλευαν και δεν ήθελαν να τις εγκαταλείψουν.
Ο Ντασέν είχε αγχωθεί πολύ. Σε κάθε παράσταση κάτι τον ενοχλούσε και το άλλαζε.
Ακόμα και οι στίχοι του Τζο Ντάριον δεν τον ικανοποιούσαν, καθώς οι αντιδράσεις του κοινού δεν ήταν αυτές που θα ήθελε.
Γι΄ αυτό κάλεσε «ενισχύσεις» από την Ελλάδα. Φώναξε τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και τον Νίκο Γκάτσο για να βάλουν και αυτοί την πινελιά τους στους στίχους του έργου.
Οι συνεχείς προσθήκες και αλλαγές σκηνών μπέρδεψαν τη λαμπερή πρωταγωνίστρια.
Η Μελίνα ανέφερε στην αυτοβιογραφία της: «Παίζαμε και ξαναπαίζαμε και η παράσταση χειροτέρευε συνεχώς. Ο Τζούλυ έγραφε όλο και καινούριες σκηνές, καινούριους διαλόγους.
Κάναμε πρόβα σε μια σκηνή και τη βάζαμε στην παράσταση το ίδιο βράδυ. Αυτό με τρέλαινε γιατί όταν ανέβαινα στη σκηνή θυμόμουν την παλιά σκηνή».
Παρά τις δυσκολίες, η Μελίνα προσαρμόστηκε. Ο Ντασέν όμως ήταν κυριευμένος από άγχος.
Οι πρώτες παραστάσεις στην Αμερική και τα γεννητούρια του Κούρκουλου
Τα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ πριν από την επίσημη πρεμιέρα τους στη Νέα Υόρκη, ανέβαιναν σε άλλες αμερικανικές πόλεις.
Το «Ίλια Ντάρλινγκ» ανέβηκε αρχικά στη Φιλαδέλφεια και ακολούθησαν κι άλλοι σταθμοί.
Η πρεμιέρα στη Φιλαδέλφεια χαρακτηρίστηκε από ένα χαρμόσυνο γεγονός που μαθεύτηκε μέσω τηλεγραφήματος την ώρα που οι ηθοποιοί ήταν πάνω στη σκηνή.
Τη γέννηση του γιου του Νίκου Κούρκουλου.
Ο ηθοποιός συγκινήθηκε τόσο που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Την ανακοίνωση έκανε ο Τίτος Βανδής, που πήρε το τηλεγράφημα από τα χέρια του Κούρκουλου και μόλις το διάβασε άρχισε να φωνάζει: «Guys , guys Nikos just had a son», δηλαδή παιδιά, παιδιά, ο Νίκος μόλις απέκτησε γιο.
Ο σκηνοθέτης αγχώθηκε τόσο με αυτά που θεωρούσε ατέλειες, που έφτασε στο σημείο να πει ότι θα έψαχνε να βρει αντικαταστάτη και να αποσυρθεί από την παράσταση.
Κάτι τέτοιο δεν έγινε, αλλά στο Ντιτρόιτ ο Ντασέν κατέρρευσε από το άγχος.
Η πίεση του έπεσε σε ανησυχητικό βαθμό και χρειάστηκε να μείνει στο κρεβάτι για αρκετές ώρες μέχρι να συνέλθει.
Οι πρώτες επιτυχίες και το γεύμα της Μερκούρη με φασολάδα
Παρά την ανησυχία του σκηνοθέτη, η παράσταση σημείωνε μεγάλη επιτυχία.
Τα θέατρα, που ήταν μεγάλης χωρητικότητας, γέμιζαν ασφυκτικά από κόσμο που αποθέωνε τους ηθοποιούς όταν έπεφτε η αυλαία.
Η Μερκούρη ήταν ήδη σταρ εκείνη την εποχή. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης θυμάται ότι στον Καναδά δεν μπορούσε να φτάσει μέχρι το καμαρίνι, λόγω του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί για να γνωρίσει από κοντά την πρωταγωνίστρια και να πάρει ένα αυτόγραφο.
Εκείνη τη βραδιά όμως η Μελίνα δεν δέχτηκε κόσμο.
Ο Καμπανέλης αναφέρει: «Μια γυναίκα βγήκε και είπε ότι η κυρία Μερκούρη έχει ένα πολύ σοβαρό ραντεβού με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και δεν θα μπορέσει να δώσει αυτόγραφα, ενώ εμένα με οδήγησε στο καμαρίνι – σουίτα. Περίμενα να δω κάποια σημαντικά πρόσωπα και τι να δω; Μόλις είχε φτάσει η βοηθός της Μελίνας με ελιές, ψωμί και μια μεγάλη κατσαρόλα γεμάτη φασολάδα και η Μελίνα άφησε το τάβλι που έπαιζε, τρέχοντας προς το αγαπημένο φαγητό της πατρίδας μας».
Οι επίσημες κριτικές του μιούζικαλ αποθέωσαν τη Μελίνα
Αργά το βράδυ μετά την πρεμιέρα στο Μπρόντγουέι, οι εφημερίδες έφτασαν στην ελληνική ταβέρνα που ήταν μαζεμένος ο θίασος του Ίλια Ντάρλινγκ.
Οι κριτικές δεν ήταν καλές για το έργο. Ήταν όμως αποθεωτικές για τη Μελίνα.
Ο πιο γνωστός κριτικός της εποχής έγραψε: «Η Μελίνα είναι ένα πλάσμα που θα είναι κανείς ευτυχής να καλέσει στο σπίτι των γονιών του όταν λείπουν».
Άλλες κριτικές ανέφεραν: «η φωνή της είναι μια βραχνή εξαδέλφη της Μάρλεν Ντίτριχ», «σαγηνευτική είτε ντυμένη, είτε άντυτη».
Εξίσου καλές ήταν και κριτικές για τον Κούρκουλο που τον ανέφεραν σαν «εξαιρετικό νέο ηθοποιό».
Αρχικά η Μελίνα στεναχωρήθηκε από τις κριτικές. Τα καλά λόγια που διάβασε για τον εαυτό της δεν της αρκούσαν.
Περίμενε να διαβάσει τα ίδια και για την παράσταση, αλλά και τη σκηνοθεσία του αγαπημένου της Ντασέν.
Με το πέρασμα μερικών ημερών όμως η στεναχώρια έσβησε. Η απήχηση της παράστασης στο κοινό και η αγάπη του κόσμου για τους συντελεστές ήταν πέρα από κάθε φαντασία.
Άλλωστε αυτό είναι που μετράει τελικά.
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920 και πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 6 Μαρτίου 1994. Ήταν 74 ετών.