Οι ιθαγενείς λαοί της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής ήταν οι πρώτοι που κάπνισαν τα ξεραμένα φύλλα του φυτού του γένους Nicotiana. Σε εξαιρετικά υψηλή δοσολογία, ο καπνός είναι παραισθησιογόνος και πιστεύεται ότι οι ιθαγενείς ιερείς και σαμάνοι χρησιμοποιούσαν αρχικά τον καπνό για να προκαλέσουν εκστάσεις κατά τις οποίες επικοινωνούσαν με τους θεούς τους, τα πνεύματα και τους προγόνους τους.
Το κάπνισμα για αναψυχή άρχισε να διαδίδεται στην ελίτ των Μάγια κατά την κλασσική τους εποχή, το 900 μ.Χ. Απεικονίζονται σε ανάγλυφα ναών και παλατιών να χρησιμοποιούν «καπνοσύριγγες». Οι Αζτέκοι, που κυριάρχησαν στην Κεντρική Αμερική μέχρι την κατάκτησή της από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα, χρησιμοποιούσαν και αυτοί τον καπνό στις θρησκευτικές τελετές τους και σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
Η Θεά Τσιχουακοάτλ ήταν η θεία ενσάρκωση του καπνού και, στις τελετές προς τιμήν της, οι ιερείς κρεμούσαν στη μέση τους μεγάλες πίπες καπνίσματος από νεροκολοκύθες.
Την εποχή που έφτασαν οι Ισπανοί κονκισταδόρες στην Αμερική, στις αρχές του 16ου αιώνα, το κάπνισμα για ψυχαγωγία ήταν πλατιά διαδεδομένο σε όλη την περιοχή.
Στα αζτέκικα συμπόσια άρχιζαν το φαγοπότι μοιράζοντας λουλούδια και καπνοσύριγγες στους φιλοξενούμενους.
Μετά το τέλος του γεύματος, μοίραζαν τις καπνοσύριγγες που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί σαν ελεημοσύνη στους υπηρέτες, τους ηλικιωμένους και τους φτωχούς.
Στην Καραϊβική, το Μεξικό, την Κεντρική και Νότια Αμερική, οι πιο συνηθισμένοι τρόποι καπνίσματος ήταν με πρωτόγονες μορφές τσιγάρων, όπως καλάμια καπνίσματος, με σωλήνες και με πούρα.
Στη Βόρεια Αμερική όμως, το πιο συνηθισμένο καπνιστικό αξεσουάρ ήταν η πίπα, που απαθανατίστηκε σε χιλιάδες ταινίες γουέστερν ως «πίπα της ειρήνης» που προσφερόταν στους Ευρωπαίους αποίκους ως ένδειξη καλής θέλησης.
Μέσα σε έναν αιώνα από τον αποικισμό της Αμερικής από τους Ευρωπαίους, το κάπνισμα, η καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού είχαν διαδοθεί σε όλες τις ηπείρους. Ο καπνός, στη μορφή αποξηραμένων φύλλων αλλά και τα φυτά του, ακολούθησε τις εμπορικές οδούς προς λιμάνια, αγορές και μεγάλες πόλεις.
Στα μέσα του 17ου αιώνα, το κάπνισμα είχε διαδοθεί σε όλες τις μεγάλες χώρες.
Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ευρώπη, οι συνέπειες από την εισπνοή ουσιών με τη μορφή καπνού ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες.
Στην Αγγλία, η πρώτη αναφορά στο κάπνισμα είναι για έναν ναύτη στο Μπρίστολ, που τον είδαν το 1556 «να βγάζει καπνό από τα ρουθούνια του».
Ξεχωριστή λέξη «καπνίζω» (smoking) υπάρχει στα αγγλικά από τα τέλη του 17ου αιώνα. Μέχρι τότε έλεγαν ότι «πίνουν τον καπνό».
Ο Γάλλος Ζαν Νικό, από τον οποίο προέρχεται η λέξη «νικοτίνη», έφερε τον καπνό στη Γαλλία το 1560
Όπως το τσάι, ο καφές και το όπιο, έτσι και ο καπνός ήταν μία από τις πολλές ουσίες που αρχικά του απέδωσαν θεραπευτική αξία.
Στα πρώτα της βήματα, η ευρωπαϊκή ιατρική βασίστηκε στην αρχαία ελληνική θεωρία των χυμών του σώματος, την ιδέα ότι τα πάντα είχαν συγκεκριμένη φύση που μπορούσε να είναι θερμή ή ψυχή και στεγνή ή υγρή. Ο καπνός ήταν μια ουσία που μπορούσε να θερμαίνεται και να στεγνώνει και επομένως οι γιατροί πίστευαν ότι ο καπνός διαθέτει έναν ατέλειωτο κατάλογο από ωφέλιμες επενέργειες.
Η εξάπλωση του καπνού σε όλον τον κόσμο ολοκληρώθηκε με απίστευτη ταχύτητα, αλλά όχι χωρίς αντίσταση.
Πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες σε Ανατολή και Δύση «άστραψαν και βρόντηξαν» εναντίον αυτής της συνήθειας και προσπάθησαν να την απαγορεύσουν.
Από τους πρώτους που προσπάθησαν να απαγορεύσουν το κάπνισμα ήταν ο Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μουράτ Δ’, επειδή το θεωρούσε απειλή για τα δημόσια ήθη και την υγεία.
Ο Κινέζος αυτοκράτορας Τσονγκζέν εξέδωσε διάταγμα δύο χρόνια πριν από την ανατροπή της δυναστείας Μινγκ, με το οποίο απαγόρευε το κάπνισμα.
Οι ηγεμόνες της δυναστείας Τσινγκ διακήρυτταν ότι το κάπνισμα είναι «πιο ειδεχθές έγκλημα κι από την παραμέληση της τοξοβολίας».
Στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα, ο Σογκούν καταδίκασε την καλλιέργεια του καπνού ως απειλή για την εθνική οικονομία, καθώς δέσμευε πολύτιμη αγροτική γη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ρυζοκαλλιέργεια.
Ο Ιάκωβος Α’ της Αγγλίας, φανατικός αντικαπνιστής, προσπάθησε το 1604 να χαλιναγωγήσει την καινούρια μόδα επιβάλλοντας στις πωλήσεις του καπνού τον απίστευτο φόρο κατανάλωσης 4000%, αλλά η κίνηση αποδείχτηκε ολοκληρωτική αποτυχία.
Το 1634, ο πατριάρχης τη Μόσχας απαγόρευσε την πώληση του καπνού και καταδίκασε άντρες και γυναίκες που παραβίαζαν την απαγόρευση να τους σχίζουν τα ρουθούνια και να τους μαστιγώνουν.
Ο πάπας Ουρβανός Η’ καταδίκασε επίσης το κάπνισμα με παπική βούλα το 1642.
Ενώ αρχικά θεώρησαν τον καπνό ακριβή πολυτέλεια ή γιατρικό, σύντομα έγινε αποδεκτό κομμάτι της καθημερινής ζωής των αντρών και, αργότερα, των γυναικών.
Τον 17ο αιώνα, στις χώρες της Δύσης, προστέθηκαν μερίδες καπνού στο καθημερινό συσσίτιο του ναυτικού.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιο Πολέμου, οι καπνοβιομήχανοι και οι κυβερνήσεις συνεργάζονταν για να προμηθεύουν με ταμπάκο και τσιγάρα τους στρατιώτες που πολεμούσαν στα χαρακώματα.
Στα μέσα πια του 20ου αιώνα, η πλειοψηφία πληθυσμού στις χώρες της Δύσης ήταν καπνιστές.
Το αντικαπνιστικό κίνημα διαθέτει σήμερα σημαντική βαρύτητα και αποδείξεις για όσα ισχυρίζεται, αλλά και πάλι, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού παραμένουν αμετανόητοι καπνιστές.