Τα ρεπορτάζ του Περιοδικού τη δεκαετία του ’90, κάλυπταν επαρκώς τον πόλεμο της Βοσνίας που αποτέλεσε την τελευταία πράξη στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Σέρβοι από τη μία, Κροάτες και Βόσνιοι από την άλλη.
Ανάμεσα σε όσους πολεμούσαν υπήρχαν εθελοντές από διάφορα μέρη του κόσμου. Στο πλευρό των Κροάτων και των Βοσνίων, μουσουλμανικοί πλυθησμοί, στο πλευρό των Σέρβων, Ρώσοι, Ρουμάνοι, Έλληνες και ένας Ιάπωνας Καμικάζι. Μεταξύ των Ελλήνων, ο Δημήτρης από τη Λευκωσία που αποκαλούσε τον εαυτό του «Γκρέκο».
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκωσία το 1964, αλλά μετακόμισε στη Λεμεσό. Έζησε σε διάφορα μέρη όπως στην Αγγλία και τη Νότιο Αφρική.
Ως μαθητής ήταν αποφασιστικός και ηγετικός. Ως έφηβος πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό είχε ένα μουσικό συγκρότημα ροκ στο οποίο τραγοyδούσε.
Στον ελεύθερό του χρόνο μελετούσε φιλοσοφία.
Στον στρατό βρεθηκε στη θέση του ανθυπολοχαγού των ΛΟΚ.
Ο Δημήτρης με τις έντονες ανησυχίες κατετάγη εθελοντικά στον σερβικό στρατό και έμεινε στη Βοσνιακή πρωτεύουσα στα τέλη του πολέμου, σε περίπτωση που ξεσπούσε δεύτερος γύρος πολεμικών επιχειρήσεων.
Στα χαρακώματα του Σεράγεβο
Ο Δημήτρης ξεκαθάρισε στη συνέντευξη που έδωσε το 1994, στην Μάριο Δημητρίου, πως αυτό που τον οδήγησε στην εθελοντική του κατάταξη ήταν η αναζήτηση μίας εμπειρίας και τα πιστεύω του.
Διαβάζοντας το Περιοδικό πήρε τη μεγάλη απόφαση να κάνει τις ιδέες του πράξεις.
Τον πονούσε πολύ που δεν μπορούσε να πολεμήσει για την απελεύθερωση της Κύπρου και που έβλεπε τους συμπατριώτες του να μην κάνουν τίποτα για την αλλαγή της κατάστασης.
Μπορεί, ο πόλεμος της Σερβίας να μην θεωρείτο δικός του, όμως ο ίδιος δήλωνε πως «αυτός ο πόλεμος ήταν για κάθε άνθρωπο που πίστευε ότι διαπράχθηκε μία αδικία εναντίον ενός λαού».
Κι έτσι βρέθηκε στα σέρβικα εδάφη του Σεράγεβο, του Κοφυσοπεδίου και του Βελιγραδίου. Συστήθηκε ως Γκρέκο και αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη των Σέρβων κατετάγη σε μία ομάδα ανιχνευτών, με κύριο σκοπό να εντοπίζουν τις κινήσεις του εχθρού.
Έζησε την κόλαση του πολέμου, όμως οι ιδέες του ήταν πιο δυνατές από τον ίδιο κι έτσι δόθηκε στη μάχη με όλες του τις δυνάμεις.
Φονικά τσιγάρα
Μία από τις πολλές εμπειρίες που περιέγραψε, θέλοντας να τονίσει πως κάθε ώρα της ημέρας και κάθε κίνηση μπορούσε να αποβεί μοιραία, η αναζήτηση τσιγάρων.
Όταν κάποια στιγμή ο ίδιος ζήτησε να καπνίσει κάποιος του ψιθύρισε πως πωλούνταν τσιγάρα στη μαύρη αγορά.
Μαζί με ακόμα έναν στρατιώτη κίνησαν να αγοράσουν.
Την ώρα που περίμεναν όμως, σφαίρες από άγνωστη κατεύθυνση τους βρήκαν στα πόδια.
Σαστισμένος ο Δημήτρης προσπαθούσε να ανακαλύψει από που τον σημάδευαν οι Μουσουλμάνοι εχθροί του.
«Μην ρωτάς από που πυροβολούν, πυροβολούν από παντού», ήταν η απάντηση του συντρόφου του που έβλεπε τον Δημήτρη να πασχίζει να ανακαλύψει τον ελεύθερο σκοπευτή
Η ψυχολογία της σούβλας
Η άνεση, το βόλεμα, η αναζήτηση της οικονομικής ευμάρειας και το θάψιμο των ιδεών, ήταν αυτό που σιχαινόταν περισσότερο από όλα ο νεαρός εθελοντής. Και το ονόμασε «ψυχολογία της σούβλας». Με αυτόν τον τρόπο χαρακτήριζε την ψυχολογική κατάσταση όσων έθαψαν τα εθνικά ιδεώδη και την αγωνία της ελευθερίας και «κοιμήθηκαν».
Δεν φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι την αδράνεια, τη νωχέλια και ίσως την ήττα. Φοβάμαι να γυρίζω την πλάτη μου στη μάχη. Έρχομαι και πάλι στην κατάσταση της Κύπρου. Αυτή η υψοχολογία που σκεφτόμαστε να ζήσουμε εντάξει και δεν πειράζει αν ξαναεπιχειρήσουν οι Τούρκοι να έρθουν. Κοιμόμαστε. Ίσως μας ξαναξυπνήσουν κάποιοι εφιάλτες όπως αυτούς του ’74
Ο πόλεμος έληξε το 1995. Συμφωνήθηκε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η δημιουργία της Ομοσπονδία της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, με το 51% να ανήκει στον Κροατο-μουσουλμανικό τομέα και το υπόλοιπο 49% στους Σέρβους.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου σκοτώθηκαν 278.000 άνθρωποι, εκ των οποίων 150.000 ήταν Μουσουλμάνοι, 97.000 Σέρβοι και 28.000 Κροάτες.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: «Η βροχή ξέθαβε νεκρούς και τρώγαμε σκύλους». Ο μοναδικός Κύπριος που πολέμησε στο Βιετνάμ θυμάται τη φρίκη αλλά δεν αποκαλύπτει την μυστική αποστολή που έλαβε μέρος