Στις 18 Οκτωβρίου του 1978 η σουηδική ακαδημία ανήγγειλε ότι το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας θα απονέμονταν στον έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, ο Ελύτης κατάφερε να κερδίσει το βραβείο «για την ποίηση του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία».
Μετά την αναγγελία για τον νικητή, το πρακτορείο Associated Press έγραψε μεταξύ άλλων στην ανακοίνωσή του ότι: «Από τη Βρετανίδα Ντόρις Λέσσινγκ, τον Γκράχαμ Γκρην, τον Τούρκο Γιοσάρ Κεμάλ που ήταν από τους επικρατέστερους υποψηφίους, η σουηδική Ακαδημία προτίμησε τον Οδυσσέα Ελύτη, παρόλο που το έργο του είναι αμετάφραστο στα σουηδικά».
Η απονομή όπου ο Ελύτης κέρδισε τις εντυπώσεις και οι δηλώσεις των Ελλήνων
Η απονομή έγινε στις 10 Δεκεμβρίου του 1979.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ντυμένος με φράκο, όπως επέβαλε το πρωτόκολλο, παρέλαβε το Νόμπελ λογοτεχνίας από τον σουηδό βασιλιά.
Σύμφωνα με τις περιγραφές των παρευρισκόμενων στην αίθουσα τελετής, ο Έλληνας ποιητής, «έκλεψε την παράσταση».
Τα άπταιστα γαλλικά του και το περιεχόμενο του λόγου του, που αναφέρονταν στην τέχνη της ποίησης, εντυπωσίασαν το κοινό.
“Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγοι. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες, το τελικό αποτέλεσμα. Ο παράδεισος ή η κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση στους καιρούς τους duzttigez – σκληρούς – είναι ακριβώς αυτή: ότι, η μοίρα μας παρ’ όλα αυτά, βρίσκεται στα χέρια μας”, ανέφερε μεταξύ άλλων, ο ποιητής στην ομιλία του.
Στην Ελλάδα, τόσο ο πνευματικός όσο και ο απλός κόσμος εξέφρασε την περηφάνια του για τη διάκριση του Ελύτη.
«Ο Ελύτης ανήκει σε μια γενιά που στον καιρό της χλευάστηκε και κοροϊδεύτηκε από το επίσημο «πνευματικό» κατεστημένο του τόπου μας και αναθεματίστηκε από τις δήθεν προοδευτικές παρατάξεις του καιρού του”, ανέφερε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είπε για τον ποιητή, το έργο του οποίου είχε ήδη μελοποιήσει: “Στο πρόσωπό του βραβεύεται όλη η ελληνική ποίηση, όλη η ελληνική τέχνη, όλος ο ελληνικός λαός”.
Ο Ελύτης αντίπαλος με τον Ρίτσο
Το 1978 ο Ελύτης δεν ήταν ο μοναδικός έλληνας υποψήφιος για το βραβείο, καθώς προτάθηκε και ο Γιάννης Ρίτσος.
Λέγεται μάλιστα ότι η πρόθεση της σουηδικής ακαδημίας ήταν να απονείμει το Νόμπελ και στους δύο, γι’ αυτό και έστειλε στην Ελλάδα τον φιλόλογο Ίνγκεμαρ Ρέντιν.
Ο Ρέντιν έκανε την επίσημη πρόταση στους δύο ποιητές, που συμφώνησαν χωρίς δεύτερη σκέψη ότι δεν θα μοιραστούν το βραβείο. Αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν αντίπαλοι.
Πολλοί εκπρόσωποι του πνευματικού χώρου έσπευσαν να συμφωνήσουν μαζί τους και στο τρόπο που αντιμετώπισαν το θέμα.
Ο Σουηδός φιλόλογος επηρέασε την απόφαση
Το Νόμπελ έπρεπε να απονεμηθεί σε έναν από τους δύο και ο σουηδός φιλόλογος, λέγεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση.
Ο Ρέντιν, πριν τεθεί το «δίλημμα» είχε ήδη αρχίσει να μεταφράζει την ποίηση του Ελύτη και συγκεκριμένα το πρώτο βιβλίο από το «Άξιον Εστί», τη «Γένεση».
Όταν επέστρεψε στη Σουηδία, έδωσε τις μεταφράσεις στα μέλη της Ακαδημίας που χαρακτήρισαν το έργο του Ελύτη συγκλονιστικό και η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του.
Υπήρξαν αρκετοί που υποστήριξαν ότι ο Ρίτσος έχασε το Νόμπελ για πολιτικούς λόγους, επειδή ήταν μάχιμος αριστερός.
Ο ίδιος ο Ρέντιν σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του απάντησε κατηγορηματικά, όχι.
Η γνώμη του είναι πως ο Ρίτσος είχε γράψει πολύ ωραία ποιήματα, αλλά κανένα δεν φτάνει το «Άξιον Εστί».
Παρά το «κονταροχτύπημα» των δύο μεγάλων ποιητών, όταν τελικά το βραβείο κέρδισε ο Ελύτης, ο Ρίτσος δήλωσε: “Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στον μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι μία τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μία τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ.”
Φυσικά υπήρξαν και αρκετοί επικριτές του Ελύτη, ενδεχομένως να ήταν και απογοητευμένοι θαυμαστές του Ρίτσου, που κατέκριναν την απόφαση της σουηδικής ακαδημίας.
Ο ίδιος ο Ελύτης είπε αναφερόμενος στους επικριτές του: “αιώνες τώρα φωνάζω Ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας.”
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.