Βερολίνο, 1988
Τρεις άντρες και μία γυναίκα βούτηξαν στον ποταμό Σπρέε, κοντά στο κτίριο του Ράιχσταγκ.
Ήταν μέρα και δεκάδες άνθρωποι τους παρακολουθούσαν, καθώς πάσχιζαν να διασχίσουν τον ποταμό που τους χώριζε από το δυτικό Βερολίνο.
Πάσχιζαν, όχι επειδή έπρεπε να διανύσουν κάποια μεγάλη απόσταση, αλλά γιατί ανά πάσα στιγμή μπορούσαν πέσουν νεκροί απ’ τη σφαίρα ενός φρουρού.
Ένας τουρίστας στη δυτική όχθη κινηματογράφησε τη σκηνή με την κάμερά του και εκείνη την εποχή οι κάμερες δεν ήταν τόσο φθηνές και διαδεδομένες όπως σήμερα.
Ακούγονται οι φωνές των παρευρισκόμενων που ενθαρρύνουν τους κολυμβητές.
Ο ποταμός βρισκόταν μέσα στα όρια της ανατολικής πλευράς και μέχρι να πατήσουν με τα πόδια τους στην όχθη, ήταν στο έλεος των φρουρών.
Σύμφωνα με τους νόμους του ανατολικού Βερολίνου, όσοι δραπέτευαν στη Δύση θεωρούνταν «λιποτάκτες» και όχι πρόσφυγες.
Οι φρουροί του τείχους είχαν εντολές να πυροβολούν κατά βούληση και σε κάποιες περιπτώσεις παρασημοφορούνταν.
Αν επέλεγαν να αστοχήσουν, τιμωρούνταν.
Απαγορευόταν όμως να πυροβολήσουν αν υπήρχε κίνδυνος να χτυπήσουν αθώους ανθρώπους ή αν ο λιποτάκτης είχε φτάσει στη δυτική πλευρά.
Οι άντρες κατάφεραν να φτάσουν στη δυτική όχθη, αλλά όχι και η γυναίκα, η οποία παρέμεινε μέσα στο νερό.
Το σκάφος με τους φρουρούς την πλησίασε, αλλά εκείνη αρνήθηκε να επιβιβαστεί.
Περίμενε στο νερό, περιτριγυρισμένη από Δυτικοβερολινέζους, γνωρίζοντας ότι οι φρουροί δεν μπορούσαν να πυροβολήσουν.
Όταν πια το σκάφος απομακρύνθηκε, «οι δυτικοί» τη βοήθησαν να ανέβει στην όχθη και την απομάκρυναν.
Κάποιος τη ρωτά: «Πώς ήξερες ότι δεν θα σας πυροβολήσουν;»
Η γυναίκα, βρεγμένη και εξαντλημένη, δεν του απαντά και απλώς κραυγάζει: «Τα καταφέραμε!», ενώ ξεσπά σε λυγμούς.
Οι αποδράσεις από το Ανατολικό Βερολίνο
Εκατοντάδες άνθρωποι πέθαναν προσπαθώντας να αποδράσουν από το ανατολικό στο δυτικό Βερολίνο.
Ο ακριβής αριθμός δεν έχει εξακριβωθεί, καθώς η ανατολική πλευρά απέκρυπτε για χρόνια τα στοιχεία.
Οι περισσότεροι έπεσαν νεκροί από τα πυρά των φυλάκων, αλλά δεκάδες πνίγηκαν στον ποταμό Σπρέε, κυρίως μικρά παιδιά που δεν ήξεραν κολύμπι.
Για να αποθαρρύνει ενδεχόμενες αποδράσεις, η ηγεσία της Ανατολικής Γερμανίας χρησιμοποιούσε προπαγανδιστικά σλόγκαν και τακτικές.
Όσοι απέδρασαν, αυτομάτως ονομάστηκαν «λιποτάκτες» και αυτοί που τους βοήθησαν, κατηγορούνταν για «εμπόριο λευκής σαρκός».
Όσοι συνελήφθησαν στην προσπάθεια, αν κατάφερναν να αποφύγουν τις σφαίρες των φρουρών, κατέληγαν στη φυλακή για τρία έως πέντε χρόνια.
Αν οι δικαστές έκριναν ότι αποτελούσαν μεγαλύτερο κίνδυνο για το καθεστώς, η απόφαση ήταν η θανατική ποινή.